Το ταξίδι της προσφυγιάς:Η πικρή ζωή στα αντίσκηνα και το «δεν ξεχνώ» στα θρανία

Δευτέρα, 29/7/2024 - 09:28

Το ταξίδι της προσφυγιάς… ένα ταξίδι γεμάτο πόνο, αγώνα και επιμονή.

Οι βομβαρδισμοί του Αττίλα το καλοκαίρι του 1974 έδιωξαν με τον πιο βίαιο τρόπο από τα σπίτια τους 200.000 Ελληνοκύπριους. Έγιναν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο και έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν, χωρίς να πάρουν ούτε τα βασικά για τη διαβίωσή τους…

Η Μαρία Τσιούρτου, έγκυος τις μέρες της εισβολής εγκατέλειψε το Δίκωμο και έφυγε με τα πόδια για το άγνωστο. Μετά από πολλές μέρες περιπλάνησης, η ίδια με ένα παιδί στην αγκαλιά και ένα στην κοιλία, μαζί με τον σύζυγο της βρήκαν καταφύγιο σ’ ένα σχολείο στην Δευτερά, το οποίο είχε μετατραπεί σε προσωρινό καταυλισμό για πρόσφυγες. Οι συνθήκες άθλιες, εκατοντάδες άνθρωποι ήταν στρυμωγμένοι, με το φαγητό και το νερό να είναι ελάχιστο.

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Καταλήξαμε στο σχολείο της Δευτεράς, εκεί ξαπλώσαμε κατάχαμα όλοι, βρήκαμε εκεί κι άλλους συγχωριανούς, οι οποίοι φαίνεται ότι προηγήθηκαν από εμάς. Το πρωί βρέθηκε στα χέρια μας ένα μωρό το οποίο ήταν κάποιου χωριανού μας, ο οποίος τον έψαχνε. Καταλάβαμε ποιού ήταν το μωρό, αλλά δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε.

Μετά τη βίαιη εκδίωξη από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς εκατοντάδες οικογένειες σκορπίστηκαν σε κάθε γωνιά του νησιού. Παιδιά έψαχναν γονείς και γονείς παιδιά…

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Βρεθήκαμε έξω από ένα κατάστημα και μου λέει ο άντρας μου "πρέπει να μπούμε να αγοράσουμε κάτι να αλλάξουμε". Εκεί βρήκαμε ένα χωριανό μας και λέει του ο άντρας μου "κρατάς να μου δανείσεις ένα πεντόλιρο για να πάρουμε κάτι;" Γιατί αφήσαμε και τα λεφτά μας σπίτι. Καθόλου δεν μας πέρασε από το μυαλό ότι δεν θα ξανά επιστρέψουμε. Βγαίνοντας κάποιος μας είπε πως ο αδελφός μας με την οικογένεια του ήταν στη Ψιμολόφου, ο πεθερός μου ήταν Φαρμακά, η μητέρα μου με κάποιο τρόπο βρέθηκε Στρόβολο. Ρωτά ο άντρας μου κάποιον "Παίρνεις μας Φαρμακά;" και λέει του "παίρνω σας".

Κάτοικοι του Φαρμακά αφού φιλοξένησαν την κ. Μαρία και την οικογένειά της για μερικές μέρες, στη συνέχεια βρέθηκαν σ’  ένα ημιτελές σπίτι στο Ψημολόφου όπου και συνάντησαν κι άλλους συγχωριανούς που προσπαθούσαν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες της προσφυγιάς.

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Δεν θα ξεχάσω ότι από ένα βουνό με άχυρα που ήταν απέναντι από το ημιτελές σπίτι, πήραμε άχυρα και δύο σεντόνια και φτιάξαμε ένα κρεβάτι στο οποίο είπαν να ξαπλώσω εγώ καθώς ήμουν έγκυος για να μην πέφτω κατάχαμα.

Στις 22 Αυγούστου η κ. Μαρία μεταβαίνει στο Νοσοκομείο Λευκωσίας για να φέρει στον κόσμο "το παιδί της εισβολής" που είχε στα σπλάχνα της.

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Πήγαμε εκεί, μέσα στην χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στο νοσοκομείο τότε και έφερα στον κόσμο το μωρό.

Οι μέρες ωστόσο περνούσαν, οι ανάγκες αυξάνονταν και οι ελπίδες για επιστροφή όλο και λιγόστευαν. Άνδρες αναγκάστηκαν να δουλέψουν και πολλοί επέλεξαν την ξενιτιά για να μπορέσουν να ζήσουν την οικογένεια και τα παιδιά τους.

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Οι άνδρες έπρεπε να δουλέψουν, άρχισαν να σκέφτονται το εξωτερικό. Ο σύζυγος μου και ο αδελφός μου δούλεψαν λίγο καιρό σε ένα μεταλλείο στο Μιτσερό και μετά πήγαν στη Βουλγαρία. Εκεί εγώ έμεινα μόνη μου με το μωρό και το βρέφος.

Ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς 1974 – 1975 τα παιδιά έπρεπε να επιστρέψουν στα σχολεία που μέχρι εκείνη τη στιγμή φιλοξενούσαν πρόσφυγες. Η Κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει καταυλισμούς με αντίσκηνα προκειμένου να στεγάσει όλους εκείνους τους χιλιάδες ανθρώπους που αναπόφευκτα θα έμεναν στον δρόμο. Η κ. Μαρία μαζί με τα δύο της παιδιά αποφασίζουν να μείνουν στον προσωρινό καταυλισμό που στήθηκε στην Ψιμολόφου.

Μαρία Τσιούρτου – Πρόσφυγας από το Δίκωμο
Είπαν ότι όσοι παν στα αντίσκηνα θα τους δώσουν γρήγορα σπίτι, όταν θα αρχίσουν να κτίζουν. Οπόταν εγώ κατέληξα στον καταυλισμό μαζί με το βρέφος και τον γιό μου τον μικρό.

Η ζωή στους καταυλισμούς ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και σκληρή, με τους πρόσφυγες να έχουν για σκεπή ένα αντίσκηνο. Σε μερικούς καταυλισμούς μάλιστα, δημιουργήθηκαν ακόμη και προσωρινά σχολεία για τα προσφυγόπουλα.

Χρυστάλλα Πασχάλη – Εκπαιδευτικός σε καταυλισμό
Απέναντι ακριβώς φτιάξανε και μια ωραία παιδική χαρά, με τραμπάλα, τσουλήθρα και κάποιες κούνιες. Έτσι τα παιδιά πράγματι χάρηκαν αυτό το πράγμα και οι γονείς νοιώθαν καλύτερα με τη νέα κίνηση. Τα παιδιά είχαν κάπου να απασχοληθούν ευχάριστα.

Η εκπαίδευση όμως ήταν περιορισμένη και ανεπαρκής, με τους εκπαιδευτικούς να προσπαθούν να διατηρούν ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας για επιστροφή.

Χρυστάλλα Πασχάλη – Εκπαιδευτικός σε καταυλισμό
Προσπαθούσαμε να συντηρούμε την μνήμη, να συντηρούμε το δεν ξεχνώ το χωριό μου, εδώ είμαστε προσωρινά, εδώ είμαστε πρόσφυγες σε αυτό το χωριό, το χωριό μας είναι άλλο… Θυμούμαι με συγκίνηση την πρώτη μας γιορτή που προσπαθήσαμε να κάνουμε τα Χριστούγεννα του 1975. Ο χρόνος περνούσε, βλέπαμε να μην επιστρέφουμε και να έρχεται δεύτερη χρονιά μέσα στα αντίσκηνα. Όποτε κάναμε μια συγκέντρωση κλαίγαμε. Εγώ όμως προσπαθούσα να μην το δείχνω μπροστά στα παιδιά, τα οποία ήταν αθώα. Θέλαμε να ζουν και ευχάριστες στιγμές, να μην βλέπουν και να ακούν μόνο δυσάρεστα πράγματα.

Οι άνθρωποι στους καταυλισμούς μέσα από τον αγώνα και την επιμονή τους κατάφεραν να συμβιβαστούν με τη σκληρή πραγματικότητα. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν… κι αυτοί παρέμεναν μακρία από τα σπίτια τους, μακριά από τον τόπο και τη γη που τους γέννησε.