Το ταξίδι της προσφυγιάς: Η φυγή μ' ένα παιδί στην κοιλιά κι ένα στην αγκαλιά

Σάββατο, 20/7/2024 - 15:15

Διακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες, διακόσιες χιλιάδες δράματα…

Κάθε πρόσφυγας και μια ιστορία, που όλες μαζί συνθέτουν ένα απέραντο ψηφιδωτό δυστυχίας και ανθρώπινου πόνου.

Έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν και βρήκαν προσωρινό καταφύγιο εκεί και όπου μπορούσαν. Σε καταυλισμούς, σε ημιτελείς σπίτια και πολυκατοικίες, χωρίς πόρτες και χωρίς παράθυρα, χωρίς ένα στρώμα ή μια καρέκλα, χωρίς τα απαραίτητα για την διαβίωσή τους. Ήταν ωστόσο μονόδρομος..

Χαρακτηριστική η περίπτωση μερικών οικογενειών από το Δίκωμο, που έφυγαν από τα σπίτια τους άρον άρον, μετά τους τουρκικούς βομβαρδισμούς. Ανάμεσα σε αυτούς η Μαρία Τσιούρτου η οποία τις μέρες της εισβολής ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το δεύτερο της παιδί. Τα τραγικά, ωστόσο, γεγονότα του 1974 την αναγκάσαν να γίνει πρόσφυγας στον ίδιο της τον τόπο. 50 χρόνια μετά θυμάται με κάθε λεπτομέρεια την οδύσσεια και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η ίδια και η οικογένεια της κατά την βίαιη εκδίωξη τους από το χωριό τους. Από τον τόπο τους.

Τα χρόνια πριν το 1974 ήταν γεμάτα χρώματα και παραδόσεις,  με τους κατοίκους του Δικώμου να ζουν με απλότητα και αρμονία, σε ένα χωριό που κυριαρχούσε το αίσθημα της ασφάλειας και της ζωντάνιας…

«Όταν ζεις μέσα σε ένα πράσινο, με κόσμο, με γειτονιά, με ανοιχτές πόρτες, με τα παιδιά στη γειτονιά να παίζουν και να νοιώθεις την ασφάλεια και την αγάπη μεταξύ του κόσμο, ήταν πολλά διαφορετικά από την σημερινή κατάσταση, ο κόσμος ήταν αγαπημένος»

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία και την κτηνοτροφία ενώ ιδιαίτερα ξακουστές ήταν οι Δικωμίτισσες υφάντριες.

«Υπήρχαν οι κτηνοτρόφοι, οι γεωργοί, πάρα πολλής κόσμος δούλευε στη Λευκωσία. Είχαμε πάρα πολλά λεωφορεία τα οποία μετέφεραν τον κόσμο στη Λευκωσία. Είχαμε πολλές υφάντριες οι οποίες ήταν ξακουστές οι Δικωμίτισσες υφάντριες.»

Έφυγαν για το άγνωστο...

Εικόνες που πάγωσαν στον χρόνο όταν το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974 οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν την μεγαλόνησο και τα ραδιόφωνα μετέδιδαν πολεμικά ανακοινωθέντα. Ο σύζυγος της κ. Μαρίας της ξημερώματα της ίδιας μέρας φεύγει για τον πόλεμο και η ίδια βρίσκει αρχικά καταφύγιο κάτω από ένα γεφύρι μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια της και κάποιους συγχωριανούς.

«Λέει μου ο άντρας μου το πρωί θα σε πάρω στην μητέρα σου και θα δω τι θα κάνω εγώ. Διανύσαμε μια απόσταση περπατητοί και πήγαμε στην μητέρα μου. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα την οποία είχε από κάτω ποταμό και μπήκαν όλοι οι γείτονες, δήθεν για ασφάλεια. Στην ουσία καμία ασφάλεια δεν υπήρχε γιατί κάτω από την γέφυρα βλέπαμε της αψιμαχίες. Ήταν τόσο εμφανές ότι συνεχιζόταν ο πόλεμος και κινδυνεύαμε ωστόσο δεν νοιώθαμε ότι αυτό το πράγμα θα συνεχιστεί και θα φύγουμε από το χωριό μας.»

Παρά τα όσα έβλεπαν τα μάτια τους, κάνεις δεν μπορούσε να αντιληφθεί την τραγικότητα της κατάστασης και η προσφυγιά ήταν για αυτούς ένα απομακρυσμένο σενάριο.

«Ερίξαν βόμβα και πήρε φωτιά, η μητέρα μου και η αδελφή μου μόλις γλύτωσαν πήγαν αμέσως κάτω από την γέφυρα και εκεί καταλάβαμε ότι τα πράγματα είναι άσχημα, πανικοβληθήκαμε, αναστατωθήκαμε, νοιώσαμε ότι πρέπει να φύγουμε»

Με πρώτιστο μέλημα την προστασία των παιδιών τους οι μάνες το μόνο που πήραν στις αγκάλες τους ήταν τα παιδιά τους, αφήνοντας πίσω τα απαραίτητα για την διαβίωση τους. Όλα τα άλλα έμειναν πίσω, έρμαια στις ορέξεις του Αττίλα.

«Εγώ, φαίνεται ότι δεν ένοιωσα ότι είναι τόσος ο κίνδυνος, ξεκίνησα να πάω να φέρω ρούχα του μωρού μου. Διότι είχα το μωρό 2,5 χρονών ήθελε την πιπίλα του έκλαιγε και λέω θα πάω μια στιγμή να φέρω πιζάμες του μωρού. Πήγα περπατητή, μόλις έφυγα έπεσε βόμβα στο απέναντι σπίτι, δηλαδή μόλις γλύτωσα»

Η κ. Μαρία, έγκυος η ίδια, με την οικογένειά της έφυγαν από το Δίκωμο με τα πόδια, προσπαθώντας να βρουν ασφαλές καταφύγιο. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, γεμάτη κινδύνους, με τον φόβο να συνοδεύει κάθε τους βήμα. Οι συνθήκες, τραγικές..

«Στις 22 Ιουλίου που έφυγαν και οι τελευταίοι Δικωμίτες βρήκαμε στρατιώτες και μας ρώτησαν "τι κάνετε εδώ; θα γίνεται πρόσφυγες στον ίδιο σας τον τόπο". Κάναμε μια απόπειρα και δεν μας αφήσαν να περάσουμε, έτσι αποφασίσαμε να πάμε περπατητοί. Μας είπαν οι στρατιώτες, έχει δύο φορτηγά τα οποία είναι στα Βρισιά. Περπατώντας φθάσαμε στα Βρισιά, εκεί είχε δύο φορτηγά. Η μητέρα μου ο πατέρας μου μπήκαν σε ένα φορτηγό. Εγώ με την αδελφή μου και τον άντρα μου σε άλλο και ξεκινήσαμε στο άγνωστο».