Όχι, η γυναικοκτονία δεν είναι άλλη μια ανθρωποκτονία.

Παρασκευή, 24/1/2020 - 11:05
Άσπα Κόγκα
Γράφει η Άσπα Κόγκα
Δημοσιογράφος

Όχι, η αξίωση για νομική κατοχύρωση του όρου, δεν αποτελεί «άλλη μια έκφραση της φεμινιστικής ιδεολογίας», αλλά μια, έστω και καθυστερημένη χρονικά, αναγνώριση ενός φαινομένου που ακμάζει τόσο σε διεθνές, όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Πρόκειται για ένα αναγνωρισμένο πλέον, λόγω των διαστάσεων που έλαβε τις τελευταίες δεκαετίες, πολυπαραγοντικό φαινόμενο για το οποίο δεν έχουν έως σήμερα θεσπιστεί αποτελεσματικοί μηχανισμοί πρόληψης και θεραπείας.

Παγκοσμίως αναγνωρισμένο

Η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ, στο Συμπόσιο του ΟΗΕ το 2012 για την γυναικοκτονία, απέδωσε σε αυτή τον εξής ορισμό:

«Είναι η δολοφονία μιας ή περισσότερων γυναικών από έναν άνδρα, επειδή είναι γυναίκες.»

Σύμφωνα με την Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, 137 γυναίκες δολοφονούνται κατά μέσο όρο, καθημερινά, από τον σύντροφο ή κάποιο συγγενή τους. Το πιο πιθανό μέρος για τη διάπραξη του εγκλήματος, μάλιστα, αποτελεί το σπίτι.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνώρισε, επίσης, τον όρο γυναικοκτονία («femicide») υιοθετώντας το ίδιο περιεχόμενο:

«Είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών, επειδή είναι γυναίκες.»

Δεν πρόκειται, συνεπώς, για μια έννοια που καθιερώθηκε άτυπα σε μια προσπάθεια ιδιαιτεροποίησης της βίας κατά των γυναικών. Αντιθέτως, γίνεται λόγος για μια διεθνώς αναγνωρισμένη μάστιγα που έχει προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία λόγω, κυρίως, της αφανούς  βιαιότητας που συχνά προηγείται αυτής και δεν καταγγέλλεται.

Γιατί «γυναικοκτονία» και όχι «ανθρωποκτονία»;

Η γυναικοκτονία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της εγκληματικής πράξης της ανθρωποκτονίας, με μια σχέση γενικού προς ειδικού. Σε αυτό συμβάλλουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το εν λόγω φαινόμενο.

Πρόκειται για ιδιαίτερο έγκλημα, αν και ακόμη δεν έχει κατοχυρωθεί νομικά ως τέτοιο σε κυπριακό επίπεδο, προσανατολισμένο σαφώς στη γυναικεία ιδιότητα. Δε δολοφονήθηκε «από πάθος» ή «από φθόνο». Δολοφονήθηκε γιατί ήταν γυναίκα, που αδυνατούσε ή δεν ήθελε να αποδεχθεί την επικινδυνότητα του εν τέλει δράστη. Ο θάνατός της δεν ήταν αποτέλεσμα θανατηφόρας ληστείας ή τροχαίου, γιατί δεν ενέχει το χαρακτηριστικό του «αγνώστου». Πρόκειται για ένα θύμα με εγγύτητα στο δράστη κι έντονα συναισθηματικά συνδεόμενο μαζί του. Ο «γυναικοκτόνος» δεν έχει συγκεκριμένο κίνητρο, όπως συμβαίνει σε μια ληστεία με περιουσιακό σκοπό. Η πράξη του οφείλεται στην επιβολή της δύναμής του, απέναντι σε ένα πρόσωπο που, θεωρεί πως, βρίσκεται υπό τον έλεγχό του. Η αφαίρεση της ζωής είναι το αποκορύφωμα μιας προηγούμενης συγγενικής ή ερωτικής σχέσης με σοβαρά προβλήματα, όπου η γυναικεία θέση ήταν εξ αρχής υποβιβασμένη.

Η σχέση ανθρωποκτονίας – γυναικοκτονίας είναι, συνεπώς, συμπληρωματική και καλύπτει πληρέστερα γεγονότα ιδιαίτερων συνθηκών και χαρακτηριστικών.

Αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση

 Η «υπόθεση Μεταξά» ή «Τοπαλούδη» στην Ελλάδα είναι κάποια από τα περιστατικά γυναικοκτονίας που προκάλεσαν το δημόσιο διάλογο αναφορικά με τη δημιουργία ειδικότερης νομοθετικής πρόβλεψης για τα εγκλήματα που συγκεντρώνουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έως σήμερα εντάσσονται στο άρθρο 203 (Φόνος εκ προ μελέτης) ή 205 (Ανθρωποκτονία) του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου.

Η νομική επισημοποίηση θα δημιουργήσει τις προδιαγραφές εκείνες που θα συμβάλουν στην βελτίωση των ήδη υπαρχόντων και τη δημιουργία νέων θεσμών και διαδικασιών που θα λειτουργούν προληπτικά και κατασταλτικά.

Σε αυτό το σημείο δε θα πρέπει να παροράται ότι αποτελεί ένα φαινόμενο, πρωτίστως, κοινωνικό. Η θέσπιση μιας νέας ειδικής νομοθετικής διάταξης θα συμβάλει στη διαφορετική αντίληψη της πράξης από τα Μέσα, που συχνά χαρακτηρίζουν τα συγκριμένα περιστατικά «εγκλήματα πάθους», τις Αρχές, τους κοινωνικούς λειτουργούς και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Η γυναικοκτονία δεν είναι μια ακόμα έκφραση της φεμινιστικής ιδεολογίας, όπως αρκετοί υποστηρίζουν, ούτε ένα φαινόμενο απομακρυσμένο από τα κυπριακά δεδομένα. Τα αντίθετα καταδεικνύουν όσα βλέπουν το «φως» της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες.  Οι βαρύγδουπες δηλώσεις «κατόπιν εορτής» αλλά και η αέναη προσπάθεια επίρριψης ευθυνών δε θα προλάβουν, δυστυχώς, το επόμενο περιστατικό. Ο συγχρονισμός κοινωνικών και πολιτικών φορέων, αλλά και η ανάληψη νομοθετικών πρωτοβουλιών θα είναι ένα πρώτο, μόνο, βήμα, για να μπει ένα τέλος στον στρουθοκαμηλισμό που επικρατεί γύρω από ένα φαινόμενο που αφαιρεί ζωές κι έχει καταλήξει καρκίνωμα της σύγχρονης εποχής.