"Δεν μπορούσα να ακούσω τις φωνές των παιδιών μου" (ΒΙΝΤΕΟ&ΦΩΤΟ)

Σάββατο, 1/5/2021 - 10:49
Μικρογραφία

Η υπόθεση της 31χρονης Μελέκ συγκλόνισε τον κόσμο όταν πριν τρεις μήνες κατηγορήθηκε για τον θάνατο του συζύγου - βασανιστή της. 

Πριν από λίγες ημέρες και μετά από 108 ημέρες φυλάκισης, ήρθε η δικαίωσή της. Όχι μόνο για την ίδια αλλά για όλες τις γυναίκες που έπεσαν θύματα κακοποίησης στην Τουρκία.  Άλλωστε στη χώρα, τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Τα στοιχεία μάλιστα δείχνουν τις διαστάσεις του φαινομένου καθώς το 2020, 300 γυναίκες δολοφονήθηκαν  ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 38% των γυναικών στην Τουρκία θα πέσουν θύματα βίας έστω μία φορά στη ζωή τους.

Ποια είναι όμως η 31χρονη που έγινε "σύμβολο" των κακοποιημένων γυναικών στην Τουρκία μετά την αποφυλάκισή της;

Η Μελέκ Ιπέκ συνελήφθη τον περασμένο Ιανουάριο αφού σκότωσε το σύζυγό της με όπλο. 

Η ίδια στην κατάθεσή της ανέφερε ότι την βασάνιζε, τη βίαζε και την ξυλοκοπούσε μπροστά στα μάτια των δύο ανήλικων παιδιών τους. Τα όσα τρομακτικά βίωνε μαζί με τα δυο ανήλικα κορίτσια της, όπλισε το χέρι της. 

«Όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε απότομα, εγώ στεκόμουν στην άκρη, τρόμαξα και το όπλο εκπυρσοκρότησε», είπε η ίδια και κάλεσε την Αστυνομία για να ενημερώσει ότι σκότωσε το σύζυγό της. 

Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σπίτι, την βρήκαν δεμένη. Οδηγήθηκε στη φυλακή και όταν την επισκέφθηκε ο δικηγόρος της και την ρώτησε πως είναι, ,τότε αυτή απάντησε, «Τουλάχιστον εδώ δεν θα με δείρει κάποιος απόψε».

Η αθώωσή της στις 26 Απριλίου, ήρθε για να ταράξει τα τουρκικά πατριαρχικά θεμέλια. Η 31χρονη Μελέκ, έγινε σύμβολο ελπίδας για εκατοντάδες γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με τη βία και την κακοποίηση. Η αθώωσή της από το Ποινικό Δικαστήριο της Αττάλειας, για τη δολοφονία του συζύγου της που την κακοποιούσεγια περισσότερα από 12 χρόνια, ήρθε μετά από 4 μήνες φυλάκισης.

Η πιο συγκλονιστική στιγμή της υπόθεσης ήταν η συνάντησή της με τα δυο παιδιά της μετά την δικαστική απόφαση. 
 

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεσή της στις Αρχές.  

«Ποτέ, ποτέ δεν ήθελα να φτάσουμε εδώ. Να γίνει έτσι. Για 14 χρόνια παρακαλούσα όλο αυτό να τελειώσει ήσυχα. Με κάποιον τρόπο. Με έναν τρόπο να τελειώσει. Εκείνη η μέρα ήταν διαφορετική. Με είχε δείρει και εκείνη τη μέρα. Αν η σφαίρα δεν είχε καρφωθεί στο παράθυρο, δεν θα μιλούσαμε τώρα. Θα ήμουν νεκρή εγώ. Με είχε δέσει με χειροπέδες στο μπάνιο εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσα να ακούσω τις φωνές των παιδιών μου. Νόμιζα πια ότι ήταν και εκείνες νεκρές. Όλη εκείνη την ώρα παρακαλούσα τον Θεό. Παρακαλούσα να μη με δοκιμάσει με τον πόνο τού να αντικρίσω τα παιδιά μου νεκρά. Προσευχόμουν με όλη μου τη δύναμη. “Θεέ μου, μη μου δείξεις τα παιδιά μου νεκρά!”. Όταν άκουσα τις φωνές τους μετά από ώρα πήρα δύναμη. Χάρηκα. Ξέχασα όλα όσα μου είχε κάνει. Τον παρακάλεσα να μη μη σκοτώσει. Του το είπα: ότι για 14 χρόνια προσευχόμουν να βγει από τη ζωή μου ήσυχα.  Ούτε θέλησα ποτέ να τον σκοτώσω, ούτε καν ευχήθηκα για τον θάνατό του. Μέχρι το τέλος έκανα υπομονή. Ήλπιζα ότι θα φύγει, ότι κάπως θα μας άφηνε. Λυπάμαι. Λυπάμαι που πέθανε. Λυπάμαι τόσο βαθιά που τον σκότωσα εγώ. Αλλά αν δεν είχε εκπυρσοκροτήσει το όπλο εκείνη την ημέρα, αν δεν είχε πεθάνει εκείνος, τώρα θα ήμασταν νεκρές εμείς. Σας ζητάω συγνώμη, κύριοι, πολύ! Ποτέ, ποτέ μου δεν ήθελα να γίνει έτσι. Αλλά θα σκότωνε εμένα και τα παιδιά μου. Ναι, αλήθεια είναι, όταν πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και όταν ήρθαν να με συλλάβουν το είπα αυτό. Είπα “απόψε, εδώ, δεν θα με δείρει κανείς...”».