Όλα γίνονται "με τη βοήθεια στρατού και κρατικών αξιωματούχων του Λιβάνου"

Κυριακή, 16/6/2024 - 10:53
Ρ

Έφτασε στην Κύπρο με μία από τις τελευταίες βάρκες που ξεκίνησαν από τον Λίβανο και θεωρεί θαύμα που κατάφερε να πατήσει σώος στη στεριά. Έκανε ένα ταξίδι εν πλώ που οι μετανάστες μεταξύ τους έχουν ονομάσει “route of death”. Το γιατί... το εξηγεί ο ίδιος μιλώντας υπό το καθεστώς της ανωνυμίας στο AlphaNews.Live.

Είναι η εξομολόγηση ενός μετανάστη που έφτασε στην Κύπρο πριν μερικούς μήνες και μέσα από την εξομολόγηση αυτή αποκαλύπτει τα πάντα για τη «διαδρομή θανάτου» που επιλέγουν σαν έσχατη λύση οι πρόσφυγες, τα κυκλώματα διακινητών που αναλαμβάνουν έναντι αδράς αμοιβής την μεταφορά τους, αλλά και τις σχέσεις διαφθοράς με κρατικούς αξιωτούχους και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του Λιβάνου, με τη συνεργασία των οποίων παραμένουν ανενόχλητοι να συνεχίζουν αυτό το φρικτό έγκλημα.

«Έφτασα στην Κύπρο αρχές Απριλίου με μία βάρκα στην οποία ήμαστα 35 άτομα. Ήμουν εγώ και ένας φίλος μου. Είχαν πει ότι θα μας πήγαιναν μέχρι την Ιταλία και κάναμε συμφωνία, πληρώνοντας τους διακινητές δέκα χιλιάδες δολάρια έκαστος. Οι λαθρέμποροι δεν παίρνουν τα ίδια χρήματα από όλους τους μετανάστες. Άλλοι έδωσαν τρεις χιλιάδες δολάρια, άλλοι έδωσαν πέντε χιλιάδες δολάρια. Μείναμε στον Λίβανο για έξι μήνες μέχρι να αποπλεύσουμε και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρατήσαμε την επιλογή για Ιταλία,  γιατί η θαλάσσια διαδρομή προς την Ιταλία δεν ήταν πολύ ασφαλής»

Για τις εγκληματικές ομάδες που αναλαμβάνουν αυτά τα ταξίδια ο ίδιος αποκαλύπτει πως υπάρχουν εκατοντάδες τέτοιες ομάδες που διακινούν λαθραία μετανάστες στον Λίβανο και μάλιστα το κάνουν με άνεση μιας και οι περισσότερες εξ αυτών έχουν σχέσεις με τις κρατικές αρχές και τον στρατό του Λιβάνου.

«Το ενενήντα τοις εκατό αυτών των ομάδων είναι σε επαφή με το κράτος και τις λιβανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Οι ομάδες διακίνησης μεταναστών γνωρίζονται μεταξύ τους. Όταν ξεκινήσαμε από τον Λίβανο, περάσαμε πολλά στρατιωτικά σημεία. Όμως κανένας δεν μας σταμάτησε. Δεν υπήρχε πρόβλημα επειδή οι διακινητές μεταναστών το κάνουν αυτό σε συνεργασία με το λιβανέζικο κράτος και τις υπηρεσίες πληροφοριών. Μάλιστα ένας από τους λαθρέμπορους που στεκόταν δίπλα μας στα στρατιωτικά σημεία ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή. Στα στρατιωτικά φυλάκια αρκούσε ένας χαιρετισμός στους στρατιώτες για να περάσουμε»

Η μικρή βάρκα τους απεπλευσε από την περιοχή Terablus, λίγο πιο μακριά από τη Βηρυτό, στα σύνορα Συρίας και Λιβάνου.

«Η βάρκα δεν είχε οδηγό, γιατί οι διακινητές δεν στέλνουν κανέναν δικό τους άνθρωπο. Διαλέγουν ανάμεσα στους επιβάτες κάποιον που καταλαβαίνει τους χάρτες και τον επιλέγουν να οδηγήσει το σκάφος. Για παράδειγμα εγώ ήμουν ο συντονιστής του σκάφους γιατί ήξερα λίγο από χάρτες. Το άτομο που οδηγούσε το σκάφος ήταν πολύ νέος. Μετά από λίγες ώρες κουράστηκε και ανέλαβε ο φίλος μου να οδηγήσει το σκάφος»

Η διαδρομή θανάτου των 35 αυτών ανθρώπων κράτησε όπως μάς αποκαλύπτει 26 ώρες, χαρακτηρίζοντας ευτύχημα το γεγονός ότι έφτασαν στην Κύπρο σώοι.

«Ναι, ήταν διαδρομή θανάτου γιατί μας έβγαλαν στη θάλασσα με μια μικρή βάρκα χωρίς να ξέρουμε πού πάμε και χωρίς να ξέρουμε τον δρόμο. Δεν ξέραμε τι γινόταν στη θάλασσα, δεν ξέραμε καν τι είδους προβλήματα θα αντιμετωπίσουμε και βγήκαμε μόνο για να φύγουμε από εκεί, ρισκάροντας τα πάντα. Το άτομο που οδηγούσε το σκάφος δεν ήξερε τίποτα για τα σκάφη. Οι λαθρέμποροι μας είχαν δώσει μόνο μια πυξίδα, αλλά αυτή η πυξίδα ήταν ένας χάρτης και είχαν χαράξει μόνο μια γραμμή στο χαρτί. Ήταν αδύνατο να τον καταλάβουμε. Κατέβασα μια εφαρμογή στο τηλέφωνό μου την οποία μπόρεσα να χρησιμοποιήσω μέσω δορυφόρου χωρίς internet. Με αυτήν την εφαρμογή φτάσαμε ως εδώ»

Δέκα με δεκαπέντε χιλιόμετρα ανοικτά της Λάρνακας έσπασε το τιμόνι της βάρκας, αφήνοντάς τους ακυβέρνητους. Για καλή τους τύχη όμως λίγο αργότερα περικυκλώθηκαν από θαλάσσης και αέρος από την κυπριακή αστυνομία, μέλη της οποίας τους επιβίβασαν σε σκάφος της λιμενικής και τους μετέφεραν στην Λάρνακα και από εκεί στο Πουρνάρα.

«Η αστυνομία δεν χρησιμοποίησε καμία βία εναντίον μας. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι όταν φτάσαμε στην Κύπρο, η κυπριακή αστυνομία γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο πραγματικός οδηγός του σκάφους γιατί όταν μας έπιασαν, παρόλο που ο φίλος μου οδηγούσε το σκάφος, η αστυνομία πήρε τον πραγματικό οδηγό και είπε στον φίλο μου:  ‘Ξέρουμε ότι οδήγησες το σκάφος μέχρι εδώ, αλλά δεν είσαι ο καπετάνιος του σκάφους’. Έπειτα συλλάβανε τον πραγματικό οδηγό. Αφού μας έπιασαν οι αστυνομικοί, ξήλωσαν τη μηχανή του σκάφους και βύθισαν το σκάφος στη θάλασσα»