Μεγάλη Τρίτη: "Η ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή"

Τρίτη, 11/4/2017 - 10:46
Μικρογραφία

Τρίτη ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, της Εβδομάδας των Παθών, η Μεγάλη και Αγία Τρίτη.

Τούτη την ημέρα ενθυμούμαστε την παραβολή των δέκα παρθένων και την παραβολή των ταλάντων. Οι παραβολές αυτές μας καλούν να καλλιεργήσουμε τις αρετές οι οποίες θα μας εντάξουν στη Βασιλεία των Ουρανών. Αρετές όπως η εργατικότητα, η προνοητικότητα και η ετοιμότητα.

Παραβολή των δέκα παρθένων: Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται

Κατά τη Δευτέρα Παρουσία, η Βασιλεία των Ουρανών θα μοιάσει με δέκα κοπέλες (παρθένες), που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Κύριο. Από αυτές, οι πέντε ήταν συνετές και οι άλλες πέντε μωρές. Οι ανόητες, σε αντίθεση με τις συνετές, όταν πήραν τα λυχνάρια τους, δεν πήραν μαζί τους λάδι. Επειδή αργούσε ο Νυμφίος, νύσταξαν όλες και κοιμόνταν. Κατά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε ισχυρή φωνή: "Ιδού ο Νυμφίος έρχεται! Βγείτε να τον προϋπαντήσετε!". Οι πέντε φρόνιμες, πήραν τα λυχνάρια τους και πρόλαβαν τον Κύριο και τις πύλες ανοιχτές. Οι μωρές, όταν κατάφεραν να βρουν λάδι για τα λυχνάρια τους, βρήκαν τις πύλες κλειστές και παρέμειναν εκτός.

Παραβολή των ταλάντων: Τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται· από δε τού μη έχοντος και ό έχει αρθήσεται απ' αυτού

Ήταν ένας άρχοντας ο οποίος ετοίμασε μακρινό ταξίδι, έτσι αποφάσισε να μοιράσει οκτώ τάλαντα σε τρεις δούλους του. Στον πρώτο έδωσε πέντε, στο δεύτερο δύο και στον τρίτο ένα τάλαντο.

Όταν ο άρχοντας επέστρεψε, οι δούλοι έπρεπε να ενημερώσουν τον αφέντη τους για το πως αξιοποίησαν τα χρήματα που τους έδωσε.

Ο δούλος που πήρε πέντε τάλαντα επέστρεψε δέκα, αυτός που πήρε δύο επέστρεψε τέσσερα και τέλος, αυτός που πήρε ένα, θεώρησε ότι ο άρχοντας του φέρθηκε σκληρά και ήταν άδικο να περιμένει περισσότερα, κι έτσι επέστρεψε ένα τάλαντο.

Τότε ο άρχοντας διέταξε να του το πάρουν και να τον τιμωρήσουν.

«Το δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως έργασαι»

Το Τροπάριο της Κασσιανής: Άποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις

Η Κασσιανή, έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ, ήταν βυζαντινή ποιήτρια, η οποία έγινε μοναχή όταν ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, δεν την επέλεξε για σύζυγό του.

Όταν ο Θεόφιλος κλήθηκε να επιλέξει σύζυγο, δίνοντας στην εκλεκτή ένα χρυσό μήλο, θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής. Τότε ο νεαρός αυτοκράτορας, είπε στην Κασσιανή «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» («Από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα», υπονοώντας την Εύα). Η Κασσιανή απάντησε «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττω» («Και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία).

Η απάντηση που πήρε ο αυτοκράτορας τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να δώσει το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.

Ο Θεόφιλος συνάντησε και πάλι την Κασσιανή μετά από χρόνια και όντας ερωτευμένος μαζί της, θέλησε να τη δει για τελευταία φορά πριν πεθάνει. Έτσι επισκέφθηκε το μοναστήρι που βρισκόταν. Όταν η Κασσιανή αντιλήφθηκε την παρουσία του, έτρεξε να κρυφτεί αφού πλέον ήταν αφιερωμένη στο Θεό και άφησε τον ύμνο που έγραφε μισοτελειωμένο.

Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να την βρει, ανώφελα όμως, εκείνη κρυβόταν στη ντουλάπα και τον έβλεπε. Ο Θεόφιλος, βρήκε τον ύμνο της Κασσιανής και λέγεται ότι πρόσθεσε έναν στίχο, «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». 

Κατά την έξοδό του, είδε την Κασσιανή αλλά σεβάστηκε την επιθυμία της και δεν της μίλησε. Τότε η Κασσιανή, βγήκε από την ντουλάπα, διάβασε την προσθήκη του αγαπημένου της και ολοκλήρωσε τον ύμνο.

                           Το τροπάριο της Κασσιανής                   Μετάφραση

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
 

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
 

τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
 

σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
 

ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
 

και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
 

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
 

κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
 

ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
 

και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
 

Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
 

Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
 

ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
 

εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
 

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
 

Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
 

ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
 

εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
 

Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
 

Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
 

ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
 

και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
 

ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
 

αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
 

κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
 

τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
 

Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
 

Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
 

τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
 

ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
 

Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος