Μαρί, οι μνήμες ενός αστυνομικού: "Μαζεύαμε από μέταλλα μέχρι κομμάτια σάρκας"

Τρίτη, 11/7/2023 - 08:27

“Ξύπνησα από ένα τηλεφώνημα κάπου σχεδόν στις 6 το πρωί. Ήταν από το Αρχηγείο. Η εντολή ήταν να πάμε μέσα γιατί είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Δεν γνωρίζαμε τι έγινε ούτε πού ακριβώς έγινε, παρά μόνο μάς είπαν ότι πρέπει να είναι στον σταθμό του Βασιλικού”

Κάπως έτσι ξεκίνησε να μου εξιστορεί τα γεγονότα της 11ης Ιουλίου του 2011 ένας από τους ανακριτές του ΤΑΕ Αρχηγείου που κλήθηκε μαζί με μια ομάδα άλλων έξι συναδέλφων του στο Μαρί, αμέσως μετά την έκρηξη.

“Θυμάμαι  πολύ έντονα την ατμόσφαιρα εκείνο το πρωινό μόλις ξύπνησα από το τηλεφώνημα της υπηρεσίας. Είχε πολύ υγρασία και μια μουντή αύρα που έβγαζε μια περίεργη μυρωδιά, σαν καμένο”

Η ομάδα των αστυνομικών του Αρχηγείου πήραν τον δρόμο από τη Λευκωσία με κατεύθυνση το Βασιλικό.

“Ήμασταν στον αυτοκινητόδρομο και μέχρι εκείνη την ώρα δεν ξέραμε τίποτα. Οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Ρεύμα δεν υπήρχε, τα κινητά δεν λειτουργούσαν. Η μόνη επικοινωνία που είχαμε ήταν μέσω του ασυρμάτου”

Όσο πλησίαζαν στον τόπο της τραγωδίας, η μουντή αύρα και η μυρωδιά του καμένου γίνονταν όλο και πιο έντονα.

“Στον δρόμο λίγο μετά την κατηφόρα της Κακορατζιάς ήδη καταλάβαινα ότι αυτό που μυρίζει είναι καμένο μπαρούτι. Γύρω το τοπίο θαμπό και απόκοσμο. Προσέξαμε τις πινακίδες στον αυτοκινητόδρομο που ήταν λυγισμένες προς τον βορά και τα δέντρα ξεριζωμένα. Παντού δεξιά, αριστερά στο οδόστρωμα έβλεπες σκόρπια κομμάτια από σίδερα. Διερωτόμαστε τι στο καλό έχει συμβεί. Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε σταματημένα αυτοκίνητα. Θα ήταν καμιά δεκαριά σε μια απόσταση 2 χλμ. Βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και πρόσεξα πως οι λαμαρίνες τους ήταν βουλωμένες. Οι οδηγοί είχαν κατέβει κάτω”

Ακολουθώντας ουσιαστικά τα ίχνη της καταστροφής , ο δρόμος έβγαλε τους αστυνομικούς του ΤΑΕ στην πύλη της ναυτικής βάσης “Ευάγγελος Φλωράκης” στο Μαρί.

“Όταν φτάσαμε υπήρχε πολύς κόσμος, ασθενοφόρα, πυροσβεστικά οχήματα. Περάσαμε με τα τζιπ μέσα. Περίπου στο ένα χιλιόμετρο αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε, γιατί τα λάστιχα - αν και χοντρά - είχαν λιώσει. Περπατώντας νιώθαμε κάτω από τα παπούτσια μας έντονη τη θερμότητα που έβγαινε από το έδαφος. Ο μόνος τρόπος να συνεχίσουμε την πορεία μας ήταν με ερπυστριοφόρο. Μας πήρε τελικά ένα άρμα ‘Λεωνίδας’”

Ο αέρας αποπνικτικός και όλη η έκταση περιμετρικά είχε μετατραπεί σε έναν τεράστιο κρατήρα.

“Το σημείο κοντά στη θάλασσα που υπήρχαν τα κοντέινερ είχε ισοπεδωθεί και η θάλασσα είχε μπει 5-6 μέτρα προς τα μέσα, όπως συμβαίνει με την άμπωτη. Ο βυθός είχε αδειάσει από νερό και βλέπαμε μέσα λάστιχα και πέτρες”

Για τους ανακριτές, η πρώτη τους έγνοια όταν πάνε σε μια σκηνή εγκλήματος, είναι να διαπιστώσουν κατά πόσον υπάρχουν άνθρωποι τραυματισμένοι που χρειάζονται βοήθεια και στη συνέχεια προχωρούν στην οριοθέτηση και τη συλλογή τεκμηρίων.

“Μας οδήγησαν σ’ ένα σημείο στο υπόγειο του οποίου υπήρχε κάτι σαν κέντρο ελέγχου της βάσης. Αυτά είναι κατασκευασμένα να αντέχουν ακόμη και μια πυρηνική επίθεση. Μέσα υπήρχαν εγκλωβισμένα άτομα. Το μόνο που είχε μείνει όρθιο ήταν η πόρτα που οδηγούσε σε αυτό το υπόγειο. Ήταν μια χοντρή ατσάλινη πόρτα με βάρος μερικών τόνων. Είχε φρακάρει όμως καθώς το περιμετρικό μπετόν είχε μετακινηθεί. Χρησιμοποιήσαμε εκσκαφέα να ρίξουμε κάτω τα μπετά και να ανοίξουμε είσοδο για το υπόγειο. Εκεί βρήκαμε τους ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί και τους βγάλαμε έξω. Ευτυχώς ήταν όλοι καλά, δεν είχαν τραυματιστεί. Στο βλέμμα τους όμως έβλεπες το σοκ και την απορία”

Τα μέλη του ΤΑΕ έπρεπε να ξεκινήσουν τη διαδικασία της οριοθέτησης της σκηνής και τον εντοπισμό και τη συλλογή τεκμηρίων. Σε αντίθεση όμως με ό,τι είχαν συνηθίζει να διαχειρίζονται μέχρι εκείνη τη στιγμή, μπροστά τους είχαν μια τεράστια καμένη έκταση μέσα στην οποία υπήρχαν διαλυμένα πυροσβεστικά και στρατιωτικά οχήματα, αμέτρητα κομμάτια σίδερο και άνθρωποι διαμελισμένοι.

“Έπρεπε να κάνουμε αυτό που έχουμε μάθει να κάνουμε, σ’ ένα τοπίο όμως εντελώς διαφορετικό από οποιαδήποτε άλλη σκηνή εγκλήματος είχαμε κληθεί να διαχειριστούμε στο παρελθόν. Μαζεύαμε από λιωμένα μέταλλα μέχρι κομμάτια σάρκας. Η αδρεναλίνη μας είχε φτάσει στα ύψη, γι’ αυτό και καταφέραμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι και να συνεχίσουμε… αποστασιοποιημένοι, σαν να μην συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μόνο έτσι μπορείς να διαχειριστείς την κατάσταση”

Από τη σκηνή της έκρηξης περισυνελέγησαν δέκα κοντέινερ με τεκμήρια.

“Όταν τελειώσαμε από τη ναυτική βάση, επισκεφθήκαμε τον σταθμό του Βασιλικού ο οποίος επίσης ήταν διαλυμένος. Τα τεράστια ντεπόζιτα των καυσίμων είχαν συρρικνωθεί, όπως γίνεται με το κουτάκι του αναψυκτικού όταν το πατήσεις”

Η συνέχεια βρήκε την ομάδα των ανακριτών στην Ταξιαρχία απ’ οπού και ξεκίνησε ο δύσκολος αγώνας της λήψης καταθέσεων.

“Μιλήσαμε με υπεύθυνους, αλλά και με επιζώντες της έκρηξης. Κάποιους τους επισκεπτόμασταν δύο και τρεις φορές στο νοσοκομείο παίρνοντας μία κουβέντα τη φορά. Υπήρχαν τραυματίες με πλήρη απώλεια μνήμης και ήταν σχεδόν αδύνατο να θυμηθούν τι έγινε και πώς. Χρειάζονταν χρόνο και εμείς έπρεπε να έχουμε υπομονή”

Το ανακριτικό έργο των αστυνομικών του ΤΑΕ που ξεκίνησε εκείνο το μουντό πρωινό της 11ης Ιουλίου του 2011 τέλειωσε  Νοέμβριο του ίδιου έτους. Ο όγκος των καταθέσεων αριθμούσε χιλιάδες σελίδες.

Σήμερα 12 χρόνια μετά την τραγωδία που στοίχισε τη ζωή σε 13 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 63, για τους αστυνομικούς που τότε ανέλαβαν το δύσκολο έργο της εξιχνίασης της υπόθεσης, έχουν μείνει εικόνες… Κάποιες πιο έντονες και κάποιες λιγότερο, σε κάθε περίπτωση όμως ανεξίτηλες.

“Τότε έκλεινα 16 χρόνια υπηρεσίας στο σώμα. Η έκρηξη στο Μαρί ήταν αναμφίβολα η πιο σοκαριστική υπόθεση που κλήθηκα να αναλάβω ως αστυνομικός”