Έτσι ξεκίνησε η καταστροφή... μέσα από τις μνήμες μιας Αγριδακιώτισσας

Σάββατο, 15/7/2023 - 09:17
φ

Δευτέρα, 15 Ιουλίου 1974 η ώρα 08.20 το πρωί... Η στιγμή που «σφραγίστηκε» η απαρχή της κυπριακής τραγωδίας. Η μέρα της απόλυτης εθνικής προδοσίας που άνοιξε την πόρτα στον Αττίλα κατακτητή και έσπασε μια πατρίδα στα δυο, μέσα σε έναν μήνα. Λόγια που ειπώθηκαν και ειπώνονται κάθε χρόνο τέτοια εποχή, μέχρι σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά...

Για όσους έζησαν τα γεγονότα του 1974 η σημερινή μέρα μετατρέπεται σ' ένα αθέλητο ταξίδι στο χρόνο. Ένα ταξίδι που επαναφέρει μνήμες οδύνης. Οι εικόνες υποκύπτοντας στον αδυσώπητο χρόνο ξεθωριάζουν, όχι όμως κι ο πόνος. Αυτός παραμένει ίδιος, ατόφιος και ζωντανός σαν να βιώθηκε χθες.

Πριν έναν χρόνο, ανέλαβα το εγχείρημα της συγγραφής του δεύτερού μου βιβλίου. Θέμα του, το Αγριδάκι, ένα μικρό κατεχόμενο χωριό της Κερύνειας, «φυτεμένο» στους πρόποδες του Πενταδακτύλου. Στο πλαίσιο της καταγραφής της ιστορίας του, όπως ήταν φυσικό ένα κεφάλαιο αφιερώθηκε στο καλοκαίρι του 1974, όταν οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να το αποχαιρετήσουν για πάντα και να γίνουν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.

Ανάμεσα στις μαρτυρίες που άκουσα ήταν και μιας γυναίκας, μικρής κοπέλας τότε, της Αγριδακιώτισσας  Λουκίας Θεοδώρου. Χωρίς η ιστορία της από τη 15η Ιουλίου 1974 να έχει μνήμες θανάτου και απώλειας, αποτυπώνει με τον πιο απλό αλλά και ουσιαστικό τρόπο, τα γεγονότα μιας Δευτέρας, που αν και φάνταζε σαν όλες τις άλλες, σήμανε την αρχή του τέλους για το χωριό της, κάτι που αν και δεν ήθελε με τίποτα να πιστέψει, διαισθάνθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Στο Αγριδάκι όσοι κάτοικοι δεν ασχολούνταν με τη γεωργία, εργοδοτούνταν σε διάφορα επαγγέλματα στην κοντινή σε απόσταση, πρωτεύουσα. Η κ. Λουκία ήταν ανάμεσα σε αυτούς που κάθε πρωί έπαιρναν το λεωφορείο από το χωριό και πήγαιναν στη Λευκωσία για δουλεία.

«Δούλευα σε κάποιον γνωστό μας που είχε super market στον Άγιο Δομέτιο. Από τις 08.30 το πρωί της 15ης Ιουλίου είχαμε μάθει για το μεγάλο κακό που βρήκε την Κύπρο και τον φιλήσυχο κόσμο της.

Τα άρματα είχαν ξεκινήσει από την ΕΛΔΥΚ με κατεύθυνση το Προεδρικό. Στόχος ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Όσο περνούσε η μέρα, το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει εμβατήρια και κάθε τόσο ανακοίνωνε ότι ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός και η εθνική φρουρά κυρία της καταστάσεως.

Εμείς όλοι στη δουλειά ήμασταν πολύ ανήσυχοι, δεν ξέραμε πού θα οδηγείτο αυτή η κατάσταση.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και η μητέρα μου που δούλευε κάπου εκεί κοντά, ήρθε για να μας ανακοινώσει ότι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ενόπλους καθώς και άρματα. Η δουλειά της είχε κλείσει και ήρθε εκεί κοντά μου για να φύγουμε μαζί με το λεωφορείο για το χωριό μας.

Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν ήρθε το λεωφορείο του χωριού, μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε. Δεν πήγαμε όμως πολύ μακριά... μέχρι τη σχολή «Γρηγορίου», κάπου κοντά στην ΕΛΔΥΚ. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί κι άλλα λεωφορεία και ένοπλοι μας ακινητοποίησαν όλους. Βλέπετε όπως μας ανακοίνωσαν θα γινόταν κάποια μάχη για να πέσει ο αστυνομικός σταθμός Γερολάκκου.

Κάποιος με τον τηλεβόα μας ανακοίνωσε ότι θα μέναμε να διανυκτερεύσουμε στο σημείο, γιατί ο ήλιος έδυε και θα άρχιζε ο κατ’ οίκον περιορισμός που είχαν επιβάλλει. Δεν πέρασε πολλή ώρα και κάποιος απ’ αυτούς μπήκε στο λεωφορείο για να μάς ανακοινώσει την απόφασή τους να μείνουμε εκεί... μέσα στα λεωφορεία όλο το βράδυ.

Τότε εγώ, χωρίς να φοβηθώ καθόλου, σηκώθηκα και του είπα ότι αυτό που μας επέβαλαν ήταν εντελώς αδύνατο να γίνει. Όταν με ρώτησε γιατί, του εξήγησα ότι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να μείνει ακίνητος μέσα στο λεωφορείο όλο το βράδυ, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα τουλάχιστον. Αν όμως κάποιος σηκωνόταν από τη θέση του, όπως μάς είχαν προειδοποιήσει, ο φρουρός θα τον πυροβολούσε. Ευτυχώς, μετά από ώριμη σκέψη και αφού το συζήτησαν μεταξύ τους, επέτρεψαν σε όλα τα λεωφορεία που είχαν μαζευτεί εκεί, να φύγουν για τα χωριά τους.

Όταν φτάσαμε στον Γερόλακκο αναγκαστήκαμε για άλλη μια φορά να σταματήσουμε και να περιμένουμε. Ο αστυνομικός σταθμός δεν είχε πέσει ακόμα. Μια μικρή μάχη βρισκόταν σε εξέλιξη. Έπεφταν χειροβομβίδες, ενώ ακούγονταν ριπές από παντού.

Αφού περάσαμε κι αυτό το εμπόδιο, προχωρήσαμε χωρίς να συμβεί κάτι σοβαρό με κατεύθυνση το χωριό μας. Όταν φτάσαμε ήταν πια νύχτα. Η μητέρα ετοίμασε φαγητό και όταν πια νύχτωσε για τα καλά, βγήκαμε στην αυλή κάτω από τη μεγάλη συκαμιά με κάθε επιφύλαξη. Καθίσαμε έξω στη δροσιά χωρίς να ανάψουμε κάποιο φως, αγωνιώντας για την τύχη που περίμενε τον τόπο μας. Λίγο μετά ακούσαμε ομιλίες από το ραδιόφωνο. Ήταν ο γείτονάς μας που καθόταν ψηλά, στο απέναντι σπίτι, ο οποίος είχε ανακαλύψει τον ελεύθερο ραδιοσταθμό που μετέδιδε εκείνη την ώρα την ομιλία του Μακαρίου, που ήταν τελικά ζωντανός και είχε διαφύγει στην Πάφο»

Το προαίσθημά της κ. Λουκίας  για την καταστροφή που θα ακολουθούσε το πραξικόπημα, γρήγορα επιβεβαιώθηκε και μάλιστα με τον πιο τραγικό τρόπο. Εισβολή, πόλεμος, φωτιά, θάνατος, φρίκη... προσφυγιά!

«Ξημέρωσε η Παρασκευή 26 Ιουλίου, γιορτή του Άγιου Ερμόλαου. Η μέρα αυτή έμελλε να σημαδέψει τη ζωή μου. Όσο περνούσε η ώρα οι κανονιές δυνάμωναν και τα βλήματα άρχισαν να πέφτουν και στα χωράφια του χωριού μας, και όπως αυτά ήταν γεμάτα αποκαλάμες μετά από τον πρόσφατο θερισμό, άναβαν φωτιές. Η κατάσταση που επικρατούσε ήταν χαώδης. Όλοι οι χωριανοί μαζεύτηκαν στο κέντρο του χωριού και συζητούσαν για το τι θα έκαναν. Όταν πια είδαμε ότι τα πράγματα δυσκόλευαν αποφασίσαμε να φύγουμε από το πατρικό μας σπίτι και να πάμε προς το τέλος του χωριού, όπου ήταν το σπίτι της αδερφής μου. Φεύγοντας δεν πήραμε σχεδόν τίποτα, ούτε καν τα απαραίτητα. Εγώ είχα αρχίσει πια να νιώθω το συναίσθημα του ξεριζωμού. Βγαίνοντας στην μπροστινή αυλή είδα τις φρεσκοποτισμένες λεμονιές μας, το χώμα στο αυλάκι ήταν νωπό και παχύ, έσκυψα, πήρα μια χούφτα και το έβαλα σ’ ένα καθαρό μαντίλι. Θα φυτέψω κάτι εκεί που θα πάμε, σκέφτηκα... Βγαίνοντας στον δρόμο, γύρισα και είδα για τελευταία φορά το σπίτι μας, την ολοπράσινη μουριά, τα μάτια μου βούρκωσαν, ήξερα ότι δεν θα ξαναγυρίζαμε...»