Πώς υποδέχθηκαν οι Κύπριοι το «Όχι» στις 28 Οκτωβρίου 1940;

Παρασκευή, 28/10/2022 - 15:11
Μικρογραφία

Παρά το αποικιοκρατικό καθεστώς που επικρατούσε στη μεγαλόνησο, χιλιάδες Κύπριοι δέχθηκαν με ενθουσιασμό την ελληνική αντίσταση στο ιταλικό τελεσίγραφό και στάθηκαν με κάθε τρόπο στο πλευρό του Ελληνικού λαού.

Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πόλεμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, Κύπριοι αξιωματικοί και οπλίτες κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό, ενώ χιλιάδες άλλοι εθελοντές, ανάμεσα τους γυναίκες και παιδιά, συνείσφεραν με δωρεές χρημάτων, τρόφιμα και ειδή ρουχισμού.

Μιλώντας στο Alphanews.Live ο Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Πέτρος Παπαπολυβίου, αναλύει τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Κύπριοι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν χάρη στο αποικιακό καθεστώς που επικρατούσε στο νησί. Την ίδια ώρα παραθέτει στοιχεία όσον αφορά τον τόπο καταγωγής αλλά και την οικονομική κατάσταση των Κυπρίων στρατιωτών που πολέμησαν κατά των Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Πώς υποδέχθηκαν οι Κύπριοι το «Όχι» στις 28 Οκτωβρίου 1940;

Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και κυρίως η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οδήγησαν στη σταδιακή κατάρρευση της «Παλμεροκρατίας», αφού οι αυθόρμητες λαϊκές εκδηλώσεις πανηγυρισμού για την ελληνική αντίσταση στο ιταλικό τελεσίγραφο, κατήργησαν μέσα σε μερικές ώρες ορισμένους από τους αυστηρότερους νόμους του ανελεύθερου αποικιακού  καθεστώτος, και ειδικότερα τα απαγορευτικά διατάγματα κατοχής και έπαρσης «ξένων σημαιών». Τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου 1940, εννιά χρόνια μετά τα Οκτωβριανά του 1931, οι κυπριακοί δρόμοι κατακλύστηκαν ξανά από ελληνικές (και λιγότερες τουρκικές) σημαίες, υπογραμμίζοντας την πανηγυρική ήττα της βρετανικής αντεπαναστατικής πολιτικής.

Ένας άλλος τομέας που εκδηλώθηκε αμέριστη η κυπριακή συμπαράσταση προς τη μαχόμενη Ελλάδα, ήταν η οικονομική ενίσχυση με τη διεξαγωγή «εθνικών εράνων». Η επιτυχία των εράνων τις ημέρες που ακολούθησαν την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν χωρίς προηγούμενο, αφού συγκεντρώθηκε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού, ενώ δεκάδες χιλιάδες Κύπριοι, άνδρες και γυναίκες, μέσα σε κλίμα έντονης συγκινησιακής φόρτισης και ενθουσιασμού πρόσφεραν τα δακτυλίδια τους και άλλα προσωπικά τους είδη και χρυσαφικά, μεγάλης υλικής αλλά κυρίως συναισθηματικής αξίας, στους δίσκους που περιφέρονταν στους ναούς για τη στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας. Οι μετριότεροι υπολογισμοί για το συνολικό χρηματικό ποσό των κυπριακών εράνων υπέρ των αναγκών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου κυμαίνονται στις 300 - 350 χιλιάδες λίρες.

7

Πόσοι Κύπριοι κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό;

Στον ελληνικό στρατό, λόγω των δυσκολιών μετάβασης από την Κύπρο στην Ελλάδα, κατά το 1940-1941, η κατάταξη ήταν σχετικά μικρή, παρότι γράφτηκαν στους καταλόγους των υποψήφιων εθελοντών χιλιάδες Κύπριοι, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και Τούρκοι της Κύπρου. Στα ελληνικά στρατιωτικά αρχεία η έρευνα για μεμονωμένους στρατιώτες είναι αδύνατη και έτσι οι γνώσεις μας για όσους Κυπρίους κατατάχθηκαν μεμονωμένα στον ελληνικό στρατό στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είναι λιγοστές. Έχουμε καταγράψει συνολικά 93 ονόματα αξιωματικών και οπλιτών. 36 από αυτούς κατατάχθηκαν και υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό στη Μέση Ανατολή, μετά την τριπλή φασιστική υποδούλωση της Ελλάδας.

Η πιο πολυπληθής ομάδα των Κυπρίων εθελοντών του ελληνικού στρατού ήταν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και οι άλλοι συμπατριώτες τους που ζούσαν στην Αθήνα και κατατάχθηκαν, οι περισσότεροι, τον Δεκέμβριο του 1940, 32 συνολικά. Οι περισσότεροι (19) πολέμησαν στο Τεπελένι, εννιά στάλθηκαν στα ελληνοσερβικά σύνορα και δύο στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Από τη φοιτητική ομάδα έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας βαρύτατων τραυματισμών σε μάχες στο αλβανικό μέτωπο δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, οι Βαρνάβας Σιερίφης και Λουκής Λιασίδης. Δύο άλλοι εθελοντές του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο φιλόλογος και φέρελπις ιστορικός μελετητής Ροδίων Π. Γεωργιάδης και ο νεότερος αδελφός του, Μιλτιάδης, μέλη της μικρής αντιστασιακής οργάνωσης «Εθνικόν Επαναστατικόν Κομιτάτον», συνελήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1943 στην Αθήνα και καταδικάστηκαν για τη δράση τους από γερμανικό στρατοδικείο. Μετά από πολύμηνη φυλάκισή τους στην Αίγινα, μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, όπου απεβίωσαν στα ναζιστικά κολαστήρια. Ένας πέμπτος εθελοντής της ίδιας ομάδας, ο λεμεσιανός Ανδρέας Δρουσιώτης, γιος του γυμνασιάρχη της Λεμεσού Αργυρού Δρουσιώτη, συνέχισε τη δράση του στην Αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας, στην Πιερία, στις 19-10-1944, λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της περιφέρειας Ολύμπου.

Ελάχιστοι ήταν όσοι κατάφεραν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα μετά την ιταλική επίθεση και κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό. Ήταν παλιοί εθελοντές του ελληνικού στρατού ή είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα και έσπευσαν να στρατευθούν ως έφεδροι. Οι πιο γνωστοί αυτής της κατηγορίας ήταν ο Αμμοχωστιανός ευπατρίδης Ευάγγελος Λουΐζος, ο Δημήτρης Μαννούρης, από την Ακανθού και ο γιατρός και λογοτέχνης Θεόδωρος Μαρσέλλος, από τη Λάρνακα.

Ποια ήταν η κατάταξη των Κυπρίων στον βρετανικό στρατό;

Η κήρυξη του πολέμου από τη Μεγάλη Βρετανία εναντίον της Γερμανίας, στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, σήμανε την άμεση εμπλοκή και της Κύπρου, αποικίας του στέμματος από το 1925. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1939, ο κυβερνήτης της Κύπρου κάλεσε την κατάταξη 500 Κυπρίων στο βρετανικό στρατό, στις ειδικότητες οδηγών αυτοκινήτων ή μηχανικών, γραφέων και μαγείρων, άγαμων, κατά προτίμηση, ηλικίας 18 μέχρι 30 χρονών. Ως τις 6 Οκτωβρίου 1939 είχαν επιλεγεί για κατάταξη, με ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια, 54 Κύπριοι στρατιώτες, που αναχώρησαν λίγες ημέρες αργότερα για την Αίγυπτο. Άλλοι 63 επιλέχθηκαν ως οδηγοί αυτοκινήτων. Οι Κύπριοι στρατιώτες κατατάσσονταν προαιρετικά και χωρίς υποχρέωση και γι’ αυτό επικράτησε ο όρος «εθελοντής», παρότι λάμβαναν μισθό, οικογενειακό επίδομα και επιμίσθιο υπηρεσίας εξωτερικού.

Μέχρι το τέλος του 1939, η κατάταξη Κυπρίων στο βρετανικό στρατό συνεχίστηκε, έστω και με αργούς ρυθμούς, με μια νέα προκήρυξη για στρατολόγηση ημιονηγών. Το πρώτο τμήμα αναχώρησε στις 23 Δεκεμβρίου 1939 για την Αίγυπτο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1939 δημιουργήθηκε στα Πολεμίδια, έξω από τη Λεμεσό, γραφείο στρατολόγησης και κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, το οποίο, στη συνέχεια του πολέμου, μετατράπηκε στη μεγαλύτερη βάση για τους Κύπριους στρατιώτες στο νησί. Τον Φεβρουάριο του 1940 ιδρύθηκε το «Κυπριακό Σύνταγμα» (“Cyprus Regiment”) και ακολούθησε, τον Ιούνιο του 1940, μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, η σύσταση της «Κυπριακής Eθελοντικής Δυνάμεως» - (“Cyprus Volunteer Force” – C. V. F.). Στα δύο αυτά στρατιωτικά σώματα κατατάχθηκε η πλειοψηφία των Κυπρίων στρατιωτών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

Το «Κυπριακό Σύνταγμα» αποτελούνταν από λόχους Σκαπανέων, Ημιονηγών, Γενικού Μεταγωγικού (μηχανοκίνητες μεταφορές), μονάδων κινητών πλυντηρίων και Τεχνικών Μηχανικών, ενώ στη δύναμή του, από το τέλος του 1940 μέχρι τις αρχές του 1942, εντάχθηκε και ένα τάγμα Πεζικού. Κύπριοι στελέχωσαν, επίσης, μονάδες θαλάσσιων μεταφορών ή φρουρές σε στρατόπεδα αιχμαλώτων, ενώ πήραν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Γαλλία, στην Ελλάδα, σε διάφορες χώρες της Αφρικής, στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία. Ειδικά οι Kύπριοι ημιονηγοί («μουλάρηδες» για το κυπριακό ιδίωμα) διακρίθηκαν στην εκκένωση της Δουγκέρκης, στη μάχη του Κερέν, στην Αβησσυνία, και στις φονικές μάχες του Κασίνο, στην Ιταλία. Η Κύπρος (που κατά την τελευταία προπολεμική απογραφή, του 1931, αριθμούσε 347.959 κατοίκους) ήταν η βρετανική αποικία που έστειλε πρώτη άνδρες της (ημιονηγούς) στις επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα στη Γαλλία, στις αρχές Ιανουαρίου του 1940.

Συνολικά στο «Κυπριακό Σύνταγμα» κατατάχθηκαν μέχρι και τη 15η Αυγούστου 1945 περίπου 12200 στρατιώτες και άλλοι 4400 στην «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη». Άλλες 800 Κύπριες κατατάχθηκαν σε διάφορα σώματα του βρετανικού στρατού.

Ένα άλλο σημαντικό τεκμήριο της κυπριακής συμμετοχής στον πόλεμο είναι ο αριθμός των πεσόντων / αποβιωσάντων Κυπρίων στρατιωτών του «Κυπριακού Συντάγματος» και άλλων σωμάτων/μονάδων του βρετανικού στρατού, 374 συνολικά. Η μία ήταν γυναίκα, η Ιωάννου Θεοδώρα, με αριθμό W/CY245068, που  απεβίωσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 και τάφηκε σε στρατιωτικό κοιμητήριο της Αιγύπτου. Τάφοι και κενοτάφια Κυπρίων στρατιωτών του βρετανικού στρατού, που έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου υπάρχουν, σύμφωνα με τη δική μας έρευνα, στην Κύπρο και σε διάφορα κοιμητήρια 23 άλλων χωρών (Αίγυπτος, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Ελλάδα, Ερυθραία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ινδία, Ισραήλ, Ιταλία, Κένυα, Κίνα, Λίβανος, Λιβύη, Ολλανδία, Πολωνία, Σερβία, Σιγκαπούρη, Σουδάν, Συρία, Τυνησία και Τσεχία). Σύμφωνα με την έρευνά μας Κύπριοι στρατιώτες μονάδων του βρετανικού στρατού κατά το 1939-1945 είναι θαμμένοι σε 71 στρατιωτικά κοιμητήρια και μνημεία πολέμου. Στα κοιμητήρια της Ελλάδας είναι θαμμένοι οι περισσότεροι Κύπριοι στρατιώτες, 100 συνολικά.

Η ταυτότητα των Κυπρίων εθελοντών και στρατιωτών

Συνολικά 1.542 εθελοντές και άλλοι 12.046 στρατιώτες είχαν δηλώσει ως τόπο καταγωγής τους την Κύπρο, με την πλειοψηφία αυτών να προέρχεται από την επαρχία Λευκωσίας και τη Λεμεσό. Απαντώντας μάλιστα σε σχετική ερώτηση σημείωσε ο κ. Παπαπολυβίου σημείωσε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Κύπριων στρατιωτών στον Βρετανικό στρατό κατά τον Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προερχόταν από μεσαία και φτωχά κοινωνικά στρώματα, ενώ στα γυναικεία στρατιωτικά σώματα κατατάχθηκαν και πρόσωπα από μεγαλοαστικές οικογένειες.

Ποια είναι τα στοιχεία που έχουμε ως προς τη γεωγραφική προέλευση των Κυπρίων στρατιωτών;

Σχετικά με την καταγωγή των στρατιωτών, υπάρχουν πλέον στοιχεία για την κατανομή τους στις έξι πόλεις και τα 609 χωριά, κωμοπόλεις, προάστια – συνοικίες των πόλεων και οικισμούς, που δηλώθηκαν στα στρατολογικά γραφεία. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, από το σύνολο των 1.542 εθελοντών που δήλωσαν ως τόπο γέννησης μια από τις έξι κυπριακές πόλεις, οι 480 κατάγονταν από τη Λευκωσία (ποσοστό: 31.1%), οι 388 από τη Λεμεσό (ποσοστό 25.1%), οι 192 από την Αμμόχωστο (ποσοστό 12.4%), οι 253 από τη Λάρνακα (ποσοστό 16.4%), οι 128 από την Πάφο (Κτήμα και Κάτω Πάφος – ποσοστό 8.3%) και οι 101 από την Κερύνεια (ποσοστό 6.5%).

Σε επίπεδο επαρχιών, από το σύνολο των 12.046 στρατιωτών του «Κυπριακού Συντάγματος» που δήλωσαν ως τόπο γέννησης την Κύπρο, 3.395 γεννήθηκαν στην επαρχία Λευκωσίας (ποσοστό 28.1%), 2.113 γεννήθηκαν στην επαρχία Λεμεσού (ποσοστό 17.5%), 1.804 γεννήθηκαν στην επαρχία Αμμοχώστου (14.9%), 1.104 στην επαρχία Λάρνακας (ποσοστό 9.1%), 2.453 στην επαρχία Πάφου (ποσοστό 20.3%) και 1.177 στην επαρχία Κερύνειας (ποσοστό 9.7%). Αν συγκρίνουμε αυτά τα ποσοστά με τα αντίστοιχα πραγματικά ποσοστά του πληθυσμού των έξι κυπριακών επαρχιών κατά το 1939-1945, τα ποσοστά της καταγωγής των εθελοντών κατά επαρχία της Κύπρου είναι αυξημένα σε σχέση με την αναλογία τους στον κυπριακό πληθυσμό στις επαρχίες Πάφου, Κερύνειας και Λεμεσού. Γενικά, μπορούμε να μιλήσουμε για πολύ μεγάλη εκπροσώπηση της επαρχίας Πάφου, της πιο φτωχής, τότε, περιοχής της Κύπρου. Ως προς τις κωμοπόλεις / χωριά με τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση τα στοιχεία είναι:

Άρσος (Λεμεσού): 76 στρατιώτες

Γαληνή: 72 στρατιώτες

Γιαλούσα: 75 στρατιώτες

Καραβάς: 103 στρατιώτες

Λάπηθος: 137

Λεύκα: 82 στρατιώτες

Μόρφου: 146 στρατιώτες

Παλαιχώρι: 80 στρατιώτες

Πέγεια: 95 στρατιώτες

Ριζοκάρπασο: 113 στρατιώτες

Τσάδα: 70 στρατιώτες

Και ως προς την κοινωνική προέλευση των Κυπρίων στρατιωτών;

Οι χιλιάδες Κύπριοι στρατιώτες του βρετανικού στρατού στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (άνδρες και γυναίκες) προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όμως, ήταν από μεσαία και φτωχά κοινωνικά στρώματα. Εξάλλου, ο πόλεμος έφερε πληθωρισμό, έλλειψη βασικών καταναλωτικών αγαθών και κλείσιμο χιλιάδων θέσεων εργασίας στις βιοτεχνίες και, κυρίως, στη μεταλλευτική βιομηχανία, γεγονότα που οδήγησαν στην περαιτέρω μείωση του εισοδήματος των ούτως ή άλλως φτωχών, κατά το πλείστον, Κυπρίων. Από την άλλη, ειδικά στην «Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη», ή στα γυναικεία στρατιωτικά σώματα, κατατάχθηκαν και πρόσωπα από μεγαλοαστικές οικογένειες ή επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι, κ.ο.κ.

7

Τα διαχρονικά μηνύματα που στέλνει το ιστορικό «Όχι»

Φθάνοντας στο σήμερα, ο Καθηγητής εκτιμά πως το κύριο μήνυμα που θα πρέπει να λάβουμε σήμερα από το ιστορικό «Όχι» του 1940, είναι το ατομικό και το συλλογικό καθήκον για την αντίσταση στους εκάστοτε ισχυρούς εισβολείς.

Ποιο θεωρείτε ότι είναι το νόημα του «Όχι» σήμερα;

Κύριο μήνυμα, κατά την άποψή μου, είναι το ατομικό και συλλογικό καθήκον για την αντίσταση στους εκάστοτε ισχυρούς εισβολείς ή σε όσους επιβουλεύονται την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, όσο ανίκητοι κι αν φαντάζουν αυτοί, όταν θέλουν να επιβάλουν τις παράνομες απαιτήσεις τους. Οι επετειακοί εορτασμοί είναι και μια υπόμνηση της κοινής υποχρέωσης για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας με την ταυτόχρονη απότιση τιμής σε αυτούς που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και την εθνική αξιοπρέπεια. Είναι, παράλληλα, απαραίτητο τμήμα της διατήρησης των εθνικών συμβολισμών, χωρίς μεγαλοστομίες και ρητορικές υπερβολές, της συλλογικής μνήμης και των βασικών στοιχείων που διαμορφώνουν την κοινή μας ταυτότητα, σε ένα μεταβαλλόμενο και ρευστό διεθνές περιβάλλον.