«H νέα χωροθετική πολιτική για την εγκατάσταση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), δεν διασφαλίζει την προστασία της εύφορης γεωργικής γης», δήλωσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας της Βουλής, Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιαννάκης Γαβριήλ, έπειτα από συνεδρία της Επιτροπής την Τρίτη κατά την οποία συνεχίστηκε η συζήτηση για τους τρόπους διαφύλαξης της εύφορης γεωργικής γης και των περιοχών αναδασμού από τις εγκαταστάσεις έργων ΑΠΕ.
Η Επιτροπή εξέτασε αυτεπάγγελτα το θέμα έπειτα από εισήγηση των Βουλευτών Γιαννάκη Γαβριήλ, Ανδρέα Πασιουρτίδη, Βαλεντίνου Φακοντή, Χρίστου Ορφανίδη, Χρίστου Σενέκη, Λίνου Παπαγιάννη και Χαράλαμπου Θεοπέμπτου. Στις δηλώσεις του, κ. Γαβριήλ είπε ότι «η κατάσταση με την καταπάτηση της γεωργικής γης, είναι σε οριακό σημείο και πρέπει επιτέλους να μπει φρένο σε αυτή την ασυδοσία».
«Στηρίζουμε την προώθηση των ΑΠΕ για σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, την προστασία του περιβάλλοντος και τη συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις μας», ανέφερε, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «θα πρέπει να ιεραρχηθούν οι χώροι στους οποίους θα εγκαθίστανται, με τις αναξιοποίητες στέγες των κτιρίων να αποτελούν πρώτη προτεραιότητα».
Δυστυχώς, συνέχισε, «η πολυδιαφημιζόμενη νέα χωροθετική πολιτική για την εγκατάσταση έργων ΑΠΕ, η οποία, κατά την Κυβέρνηση θα παρείχε επαρκές δίκτυ προστασίας στην εύφορη γεωργική γη, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν».
Ανέφερε ότι «κανένα είδος γεωργικής γης, ούτε οι πλέον γόνιμες, δεν περιλαμβάνονται στις περιοχές αποκλεισμού έργων ΑΠΕ», και πρόσθεσε πως «η κατ' αρχήν θετική πρόνοια της νέας χωροθετικής πολιτικής που προβλέπει ότι σε γόνιμη, μόνιμα αρδευόμενη γη και περιοχές αρδευόμενου αναδασμού, οι αιτήσεις θα εξετάζονται κατά περίπτωση και μόνο για την εγκατάσταση αγροτοφωτοβολταικών και νοουμένου ότι διασφαλίζεται η συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητας, θα κριθεί από την εφαρμογή της».
«Η μέχρι τώρα πάντως εφαρμογή του μέτρου των αγροτοφωτοβολταικών είναι απογοητευτική, καθώς δεν διασφαλίζεται το ζητούμενο, που είναι η συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητας», πρόσθεσε.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Γεωργίας είπε ακόμη ότι λαμβάνοντας υπόψη την «εκτεταμένη καταπάτηση εύφορης γεωργικής γης τα προηγούμενα χρόνια για την εγκατάσταση έργων ΑΠΕ, σε συνδυασμό με τα ‘παραθυράκια’ που αφήνει ορθάνοικτα η νέα χωροθετική πολιτική, αυτό μας υποχρεώνει να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί κατά πόσον η νέα πολιτική θα προστατεύσει τη γεωργική γη».
Σύμφωνα με τον κ. Γαβριήλ, είναι «ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί, ότι με βάση διάταξη της νέας χωροθετικής πολιτικής, ενδεχόμενες αρνητικές απόψεις του Υπουργείου Γεωργίας για τη χωροθέτηση ΑΠΕ σε γεωργική γη, δύνανται να μην λαμβάνονται υπόψη».
Πρόσθεσε πως το αρμόδιο Υπουργείο για την προστασία της γεωργικής γης, αντί να έχει τον πρώτο λόγο, έχει τον τελευταίο.
Το συντομότερο στην Ολομέλεια νομοσχέδιο για ρύθμιση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών
Εξάλλου, η Επιτροπή Γεωργίας συνέχισε την κατ΄ άρθρο συζήτηση νομοσχεδίου για τη ρύθμιση της λειτουργίας των λαϊκών αγορών και την κατάργηση της υφιστάμενης νομοθεσίας.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής είπε ότι η Επιτροπή «βρίσκεται στο τελικό στάδιο εξέτασης του νομοσχεδίου και στόχος είναι να οδηγηθεί το συντομότερο ενώπιον της Ολομέλειας».
Στόχος, σύμφωνα με τον κ. Γαβριήλ, είναι να ξεκαθαριστούν σειρά ζητημάτων και «οι λαϊκές αγορές να λειτουργήσουν σωστά για τον σκοπό που δημιουργήθηκαν, προς όφελος των παραγωγών και των καταναλωτών».
Ανέφερε ότι «ο θεσμός των λαϊκών αγορών είναι εξαιρετικά σημαντικός για την απευθείας πώληση, χωρίς την εμπλοκή μεσαζόντων, κυπριακών γεωργικών προϊόντων ιδίας παραγωγής, από τους παραγωγούς στους καταναλωτές» και πρόσθεσε πως «τα οφέλη είναι πολλαπλά τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές».
«Δυστυχώς, στα δέκα χρόνια εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας, ο πιο πάνω στόχος δεν επιτεύχθηκε στον βαθμό που θα θέλαμε, με κυριότερο πρόβλημα την παράνομη διάθεση σε λαϊκές αγορές και εισαγόμενων προϊόντων», πρόσθεσε.
Ο κ. Γαβριήλ είπε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα για αυτή την κατάσταση δεν εντοπίζεται τόσο στις πρόνοιες της νομοθεσίας, όσο στους ελλιπέστατους ελέγχους που διενεργούνταν στις λαϊκές αγορές, απόρροια της αδιαφορίας της εκτελεστικής εξουσίας για τη σωστή λειτουργία τους» και πρόσθεσε πως είναι ενδεικτικό επί τούτου ότι «η Συμβουλευτική Επιτροπή για την εύρυθμη λειτουργία των λαϊκών αγορώΚ για χρόνια δεν λειτουργούσε».
Πρόσθεσε πως «τοπικές αρχές και τμήματα της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκονταν σε μια διαρκή σύγκρουση για το ποιος πρέπει να διενεργεί τους ελέγχους».