Έκθεση-καταπέλτης Λοττίδου για Πουρνάρα:Άθλιες συνθήκες, απάνθρωπη μεταχείριση

Πέμπτη, 10/3/2022 - 18:37
Μικρογραφία

Θα πρέπει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση να δρομολογηθούν οι διαδικασίες για εντοπισμό ή δημιουργία δομών ή χώρων φιλοξενίας για την χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση μετακίνηση των ασυνόδευτων ανήλικων ή / και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικων από το κέντρο φιλοξενίας «Πουρνάρα», εισηγείται η Επίτροπος Διοίκησης Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη σε Έκθεσή της, σημειώνοντας παράλληλα ότι αυτά τα πρόσωπα δεν θα πρέπει να στερούνται της ελευθερίας τους και να διαβιούν υπό συνθήκες που υποβιβάζουν την αξιοπρέπειά τους και συνιστούν απάνθρωπη μεταχείριση.
 
Η Έκθεση της Επιτρόπου, η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών Νίκο Νουρή και στην Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας Αναστασία Ανθούση, για τον μεταξύ τους συντονισμό και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, στη βάση των αρμοδιοτήτων τους, για την άμεση και χωρίς καθυστέρηση υλοποίηση των εισηγήσεων της, βασίζεται στα ευρήματά της από απροειδοποίητη επιτόπια επίσκεψη που πραγματοποίησε στο κέντρο την 14 Φεβρουαρίου 2022, επίσκεψη της στο χώρο του Καταφυγίου Παιδιών που διατηρεί τη ΜΚΟ Hope for Children στη Λευκωσία το πρωί της 9ης Μαρτίου 2022 και πληροφόρηση που έλαβε από την Υπηρεσία Ασύλου και την UNHCR.

H επίσκεψη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της ως Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων και άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας, εν συναρτήσει με την αρμοδιότητά της ως Εθνική Αρχή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
 
Για την επίσκεψή της στο «Πουρνάρα», η Επίτροπος γράφει ότι «η μέγιστη χωρητικότητα του Κέντρου, όπως πληροφορηθήκαμε, ανέρχεται σε 1.200 άτομα και την ημέρα της επίσκεψης φιλοξενούνταν σ’ αυτό 2.280 άτομα, εκ των οποίων 1700-1800 περίπου ήταν άντρες και τα υπόλοιπα πρόσωπα γυναίκες. Από το σύνολο των φιλοξενούμενων στο Κέντρο, 310 ήταν ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι».
 
Κρύο νερό, λάκκοι αποχετεύσεων που υπερχειλίζουν συνεχώς, όγκος σκουπιδιών
 
Σύμφωνα με την Έκθεση, «στους χώρους όπου διαμένουν ανήλικοι και οικογένειες, υπάρχουν κτιστά μπάνια και αποχωρητήρια, ενώ στους υπόλοιπους χώρους του Κέντρου έχουν εγκατασταθεί χημικά μπάνια και τουαλέτες».
 
Εντούτοις, σημειώνεται, «το νερό στα μπάνια είναι κατά κανόνα κρύο, ένεκα του μεγάλου αριθμού προσώπων που τα χρησιμοποιούν, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται επαρκής χρόνος για να ζεσταθεί».
 
Προστίθεται ότι «οι λάκκοι αποχετεύσεων κατασκευάστηκαν με προδιαγραφές για την εξυπηρέτηση μέχρι και 500 ατόμων, και με την παρουσία πέραν των 2.000 προσώπων υπερχειλίζουν συνεχώς καθιστώντας αναγκαία την καθημερινή προσέλευση  στο κέντρο οχήματος για την εκκένωση/καθαρισμό τους».
 
Αναφέρεται ότι «το εν λόγω πρόβλημα αναμένεται να επιλυθεί με την σύνδεση του Κέντρου με το αποχετευτικό σύστημα της Κοκκινοτριμιθιάς, κάτι που, όπως μας ανέφερε ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει ήδη τροχιοδρομηθεί».
 
Επίσης, «ένα μεγάλο ζήτημα που, σύμφωνα με τον Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, αντιμετωπίζουν στο Κέντρο, είναι ο μεγάλος όγκος των παραγόμενων σκουπιδιών. Για την απάμβλυνση του προβλήματος, καθημερινά προσέρχεται στο Κέντρο απορριμματοφόρο ενώ έξω από το Κέντρο έχει τοποθετηθεί συμπιεστής σκυβάλων, πλην όμως δεν επαρκούν για την οριστική επίλυσή του». Γίνεται η εισήγηση ότι «θα μπορούσε να συμβάλει η τροχιοδρόμηση της ανακύκλωσης στο Κέντρο, ιδίως των πλαστικών μπουκαλιών νερού που δίδονται στους φιλοξενούμενους».
 
Οι 50 ημέρες ο μέσος όρος παραμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων, κάποιοι πέραν των 100

Όπως αναφέρεται, στο «Πουρνάρα», «υπάρχουν ασυνόδευτοι ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι που διαμένουν στο Κέντρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της ηλικίας τους, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κάποια εξ αυτών παρότι είναι προδήλως ανήλικα πρόσωπα» και έχουν κριθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ως ανήλικα εξακολουθούν να βρίσκονται στο Κέντρο.
 
Αυτό, σημειώνει η Επίτροπος, «πέραν του ότι δεν συνάδει με το διεθνές νομικό πλαίσιο που αφορά στην προστασία και διαφύλαξη των δικαιωμάτων του παιδιού, στερεί από τους συγκεκριμένους ανήλικους ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικους το ευεργέτημα της αμφιβολίας, στη βάση του οποίου θα πρέπει να γίνεται δεκτή η θέση τους ότι πρόκειται όντως για ανήλικα πρόσωπα και να τυγχάνουν της ανάλογης και αρμόζουσας μεταχείρισης και αντιμετώπισης».

Αναφορά κάνει στη διαφωνία των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με την εκτίμηση της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων και την αμφισβήτηση των ευρημάτων της Υπηρεσίας Ασύλου, σημειώνοντας ότι αυτό «εκ των πραγμάτων οξύνει τα προβλήματα, αφενός γιατί παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα των παιδιών καθότι παρατείνει την αβεβαιότητα και την αγωνία τους, ενώ συνάμα περιορίζει την ελευθερία τους σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, αφετέρου δεν επιλύει το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στο Κέντρο».

Αναφέρεται πως σε αρκετές περιπτώσεις, παρότι οι σχετικές διαδικασίες έχουν ολοκληρωθεί, τα παιδιά παραμένουν στο Κέντρο επειδή δεν υπάρχει άλλος κατάλληλος χώρος για να μεταφερθούν με την επισήμανση ότι αυτό «δεν συνάδει με τα διεθνή πρότυπα, βάσει των οποίων τα Κράτη θα πρέπει να διασφαλίζουν τη φιλοξενία τους σε χώρους που αρμόζουν για την ηλικία τους, όπως κατοικίες και ανάδοχες οικογένειες».

«Ειδικότερα όταν πρόκειται για ασυνόδευτα παιδιά, η παραμονή τους σε κλειστά Κέντρα δεν είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί επειδή είναι ασυνόδευτα ή έχουν χωριστεί από την οικογένειά τους, ούτε επειδή είναι μετανάστες ή εξαιτίας του καθεστώτος διαμονής τους», υπογραμμίζεται.
 
Προς τούτο, προστίθεται, «όταν δεν είναι δυνατό τα ασυνόδευτα παιδιά να δοθούν σε μέλη της οικογένειας τους που έχουν κατοικία στη χώρα υποδοχής, θα πρέπει να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις, όπως ιδρύματα φιλοξενίας, τα οποία να καλύπτουν τις ανάγκες για την ορθή σωματική και ψυχική ανάπτυξης, προσβλέποντας στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντός τους».
 
Περαιτέρω, αναφέρεται, «για όσο διάστημα τα παιδιά διαβιούν σε κλειστά Κέντρα, θα πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα τους στην εκπαίδευση, το οποίο ιδανικά θα πρέπει να παρέχεται εκτός του κέντρου, να τους παρέχεται ελεύθερος χρόνος και παιχνίδι μαζί με άλλα παιδιά και να καταβάλλεται η κάθε δυνατή προσπάθεια και να δίνεται προτεραιότητα στην εξέταση των αιτήσεων τους για άσυλο, για να είναι δυνατή η άμεση μετακίνηση τους σε άλλες μορφές κατάλληλης στέγασης».

Ειδικότερα, σημειώνεται, «θα πρέπει να εξασφαλίζεται η πρόσβαση των ανήλικων αιτητών ασύλου στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ η εκπαίδευσή είναι δυνατό να τους παρέχεται και εντός του κέντρου φιλοξενίας. Η συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα πρέπει να καθυστερεί πέραν των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας».

Σύμφωνα με την Επίτροπο «ο μέσος όρος παραμονής των ασυνόδευτων ανηλίκων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων στο Κέντρο είναι, όπως πληροφορηθήκαμε, πενήντα ημέρες. Εντούτοις, κάποιοι εξ αυτών βρίσκονταν στο Κέντρο για διάστημα πέραν των εκατό ημερών, ενώ ένα ασυνόδευτο κορίτσι βρισκόταν στο Κέντρο για έξι μήνες, επειδή ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκτίμησης της ηλικίας του (age assessment)».
 
«Με εξαίρεση, όπως μας έχει λεχθεί, τους ασυνόδευτους ανηλίκους από τη Σομαλία των οποίων δεν είναι δυνατή η άμεση διαπίστωση ότι πρόκειται όντως για ανήλικους, οι υπόλοιποι ανήλικοι ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικοι είναι προδήλως και εμφανώς ανήλικα άτομα, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται μεταξύ δεκατεσσάρων και δεκαοκτώ ετών», αναφέρεται.
 
Προστίθεται ότι «από το σύνολο των ασυνόδευτων ανήλικων που φιλοξενούνταν στο Κέντρο κατά το χρόνο της επίσκεψης, είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για εβδομήντα-ογδόντα εξ αυτών, πλην όμως εξακολουθούσαν να παραμένουν στο Κέντρο επειδή δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος εκτός του Κέντρου για τη μετακίνησή τους».
 
Οι Συστάσεις
 
«Θα πρέπει να τροχοδρομηθούν οι διαδικασίες για τον εντοπισμό ή/και δημιουργία επαρκών δομών ή/και άλλων χώρων φιλοξενίας για την άμεση και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση μετακίνηση όλων ανεξαιρέτως των ασυνόδευτων ανήλικων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων από το Κέντρο», αναφέρει η Επίτροπος στις συστάσεις της.

Η περαιτέρω παραμονή τους σ’ αυτό, σημειώνει, «δεν ενδείκνυται, τόσο ένεκα των συνθηκών που επικρατούν στο Κέντρο όσο και επειδή οι ασυνόδευτοί ή/και κατ’ ισχυρισμόν ασυνόδευτοι ανήλικοι δεν θα πρέπει να στερούνται της ελευθερίας τους και να διαβιούν σε συνθήκες που ομοιάζουν με χώρους κράτησης, όπως τα κλειστά κέντρα φιλοξενίας και υπό συνθήκες που υποβιβάζουν την αξιοπρέπειά τους, και συνιστούν απάνθρωπη μεταχείριση».
 
Η Επίτροπος θεωρεί ότι «οι Υπηρεσίες Ευημερίας θα πρέπει να σταματήσουν να αμφισβητούν τα ευρήματα της εκτίμησης της ηλικίας στην οποία προβαίνει η Υπηρεσία Ασύλου και, ενόψει του ευεργετήματος τη αμφιβολίας που θα πρέπει να διέπει τις αποφάσεις που αφορούν σε παιδιά, να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για την άμεση μετακίνηση τους εκτός του Κέντρου, ακόμη και όταν αμφιβάλλει για την ηλικία τους ή αυτή δεν έχει ακόμη καθοριστεί».
 
Συνακόλουθα, αναφέρει, «αφενός οι διαδικασίες προσδιορισμού της ηλικίας τους θα πρέπει να ολοκληρώνονται έγκαιρα και το συντομότερο δυνατό, ως επίσης και η εξέταση των αιτήσεων τους για άσυλο, αφετέρου, δε, και ανεξαρτήτως των εν λόγω διαδικασιών, θα πρέπει να μετακινούνται το ταχύτερο σε χώρους εκτός του Κέντρου και προς τούτο θα πρέπει να υπάρχει άμεση συνεργασία της Υπηρεσίας Ασύλου με τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ως προς την υιοθέτηση των πορισμάτων της πρώτης».
 
Σύμφωνα με την Επίτροπο Διοίκησης «η καταφυγή στην ιατρική εξέταση ως τρόπου προσδιορισμού/ αξιολόγησης της ηλικίας των ασυνόδευτων ανήλικων ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανηλίκων δεν θα πρέπει να είναι ο κανόνας αλλά η έσχατη λύση για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού».
 
«Σε όλους τους ανήλικους ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικους να αναγνωρίζεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας όσον αφορά στην ηλικία τους, πόσο δε μάλλον όταν πρόκειται για παιδιά που είναι προδήλως ανήλικα», σημειώνει.
 
Εισηγείται όπως το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας «επιληφθεί άμεσα των παιδιών που παραμένουν έξω από το Καταφύγιο του Hope for Children για τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντός τους και λαμβάνοντας υπόψη τις επιθυμίες τους, όπως σχετικά προνοείται και στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού».

Παράλληλα, επισημαίνει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια που οι ασυνόδευτοί ή/και κατ’ ισχυρισμόν ασυνόδευτοι ανήλικοι διαμένουν στο Κέντρο, θα πρέπει «να τους παρέχεται η αναγκαία φροντίδα και ανέσεις που αρμόζουν στην ηλικία τους, ενώ στην έσχατη περίπτωση που η παραμονή τους σ’ αυτό υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες, παρότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφεύγεται, θα πρέπει να διασφαλίζεται η πρόσβαση τους στην εκπαίδευση».
 
«Όταν ένας ανήλικος ή/και κατ’ ισχυρισμόν ανήλικος εισέρχεται στο Κέντρο, να τίθεται αμέσως, αν αυτό δεν γίνεται ήδη, υπό την ευθύνη και προστασία του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ώστε να είναι δυνατή η διαφύλαξη του βέλτιστου συμφέροντός του», αναφέρει.
 
Καλεί τους αρμόδιους να δρομολογήσουν «άμεσα και χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση τα αναγκαία μέτρα και ενέργειες για την επίλυση του προβλήματος της ανεπάρκειας ως προς την παροχή ζεστού νερού ώστε όλοι ανεξαιρέτως οι διαμένοντες στο Κέντρο να έχουν τη δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης σε ζεστό νερό».

Εισηγείται όπως «γίνουν οι αναγκαίες ενέργειες για την επίλυση των προβλημάτων που παρατηρούνται με τα συστήματα αποχέτευσης του Κέντρου».
 
Συστήνει όπως «επιλυθεί το συντομότερο δυνατόν το πρόβλημα του μη φωτισμού όλων των χώρων του Κέντρου κατά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να αναβαθμιστεί το αίσθημα ασφάλειας των διαμενόντων σ’ αυτό κατά τις νυκτερινές ώρες, καθώς και να καταστεί ευχερέστερος ο εντοπισμός και η πρόληψη τυχόν δυσάρεστων περιστατικών».

«Παρότι αναγνωρίζεται ότι οι μεταναστευτικές ροές έχουν αυξηθεί και οι αρμόδιες Αρχές αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν έγκαιρα στην εξέταση των υποβληθέντων αιτήσεων, θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για την ταχύτερη δυνατή διεκπεραίωσή τους, ώστε να είναι δυνατή η μετακίνηση των προσώπων που αυτές αφορούν, εκτός του Κέντρου», αναφέρεται.

Ζητά από τους αρμόδιους για την «καταβολή των μέγιστων δυνατών προσπαθειών για τη βελτίωση όλων των υποδομών στο Κέντρο, ως επίσης και για να μην υποχρεούται οποιοδήποτε πρόσωπο να κοιμάται στο πάτωμα».
 
«Η Έκθεση υποβάλλεται στον Υπουργό Εσωτερικών και στην Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας, για τον μεταξύ τους συντονισμό και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, στη βάση των αρμοδιοτήτων τους, για την άμεση και χωρίς καθυστέρηση υλοποίηση των προαναφερθέντων εισηγήσεων», καταλήγει.

Πηγή
ΚΥΠΕ