11 χρόνια, (κα)μία καταδίκη: Το νομικό πλαίσιο για την έκφραση μίσους στην Κύπρο

Κυριακή, 28/8/2022 - 09:09
Μικρογραφία

Είναι γεγονός ότι στην Κύπρο τείνουμε να επιρρίπτουμε ευθύνες για διάφορα κοινωνικά φαινόμενα, σε ομάδες που δεν φταίνε και οι οποίες, στις πλείστες των περιπτώσεων, είναι τα θύματα μίας κατάστασης. Για παράδειγμα, η αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί τις αυξημένες μεταναστευτικές ροές και να εντάξει τους πρόσφυγες στην κοινωνία, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία και διαιώνιση προκαταλήψεων κατά της συγκεκριμένης μειονότητας, που σφυρηλατούν μία σχέση η οποία εδράζεται σε δύο λέξεις: «εμείς» κι «αυτοί».

Καθ’ αυτοί οι πρόσφυγες, δηλαδή, αποτελούν απειλή, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με κάθε τρόπο και μέσο. Δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε τις πολλαπλές διαστάσεις του ζητήματος, με αποτέλεσμα να χρίζουμε τους εαυτούς μας τιμωρούς, σε μία προσπάθεια να προστατεύσουμε τη χώρα και την ταυτότητά μας. Το ζήτημα καθίσταται σοβαρότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις ρόλο τιμωρού διαδραματίζουν οι Αρχές που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να διασφαλίζουν την εφαρμογή της νομοθεσίας, όχι να την καταπατούν.

Ενδεικτικές είναι οι αναφορές στο κείμενο του Δικηγόρου και Μέλους της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Ανδρέα Χατζηγεωργίου: Σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πρόληψης Βασανιστηρίων (2018) που δημοσιεύθηκε μετά την επίσκεψή της στην Κύπρο, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «[…] τα πρόσωπα που κρατούνται από την Αστυνομία – ιδίως ξένοι υπήκοοι – εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο σωματικής ή/και ψυχολογικής κακομεταχείρισης, ιδίως κατά τη σύλληψη, κατά την ανάκριση και στο πλαίσιο επιχειρήσεων απομάκρυνσης […]». Εξάλλου, στο κείμενο γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και καταγγελίες που επαληθεύουν το συμπέρασμα της έκθεσης.

Οι ποινές… αγνοούνται
Οι ποινές που ΔΕΝ επιβάλλονται σε όσους παραβαίνουν τη νομοθεσία, δημιουργούν μία κουλτούρα ατιμωρησίας, η οποία, διαιωνίζει την πεποίθηση ότι τέτοιας φύσεως αδικήματα είναι αποδεκτά. Ειδικότερα, όταν αυτοί που δεν εφαρμόζουν τον Νόμο είναι τα όργανα επιβολής αυτού, καταχρώμενοι  την εξουσία που τους έχει παραχωρηθεί, τα μηνύματα που «περνούν» στην κοινωνία είναι ότι οι πράξεις αυτές τυγχάνουν «επίσημης» νομιμοποίησης, καθώς προέρχονται άνωθεν.

Βέβαια, όλα αυτά συμβαίνουν εν μέρει διότι η νομοθεσία το επιτρέπει κι εξαιτίας της μη αποτελεσματικής εφαρμογής των υφιστάμενων υποχρεώσεων εκ μέρους των Αρχών στη διερεύνηση, και των Δικαστηρίων στην εκδίκαση εγκλημάτων μίσους, αφού δημιουργείται μία άνομη και χαοτική κατάσταση, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, προσλαμβάνεται ως επιτρεπτή.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι η σωματική βία κατά αλλοδαπών εξελίσσεται σε πολύ συχνό φαινόμενο στην Κύπρο. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το ότι πριν καλά-καλά καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις για τον ξυλοδαρμό της 29χρονης Κονγκολέζας που κρατούσε στην αγκαλιά της το παιδί της, από 43χρονο Ελληνοκύπριο στη Λάρνακα, μία νέα ντροπιαστική υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας μέσω του Alpha, αφού το βίντεο με τον άγριο ξυλοδαρμό νεαρού Πακιστανού στο κέντρο της Λευκωσίας από δύο Ελληνοκύπριους, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Η νομιμοποίηση των εγκλημάτων μίσους
Οι εκφράσεις που φέρεται να χρησιμοποίησαν οι δράστες στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, καθιστούν πρόδηλη την πεποίθηση από την οποία διακατέχονταν, ότι δηλαδή είχαν το δικαίωμα να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα κοινωνική τάξη. Το «είμαι στη χώρα μου και κάνω ό,τι θέλω» του 43χρονου στη Λάρνακα και το «στην Κύπρο είμαστε ρατσιστές» των δραστών στη Λευκωσία, δεν είναι ότι ήταν εφάμιλλα με την ανακάλυψη ότι η Γη γυρίζει, αλλά μας υπενθύμισαν τα μαύρα μας χάλια, ως προς την ανοχή στη διαφορετικότητα, τα «δικαιώματα» που πιστεύουμε ότι έχουμε και την παραγνώριση των υποχρεώσεών μας έναντι του Νόμου.

Τι προνοεί η Νομοθεσία
Στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να αναλύσει όλους τους σχετικούς Νόμους και Συμβάσεις που διέπουν τα εγκλήματα και τη ρητορική μίσους, αλλά να παρουσιάσει συνοπτικά το τι ισχύει στο κυπριακό και διεθνές δίκαιο.  

Όπως επισημαίνει ο Δρ. Χατζηγεωργίου στο άρθρο του με τίτλο Ρητορική και Εγκλήματα Μίσους: Μία ανασκόπηση του νομοθετικού πλαισίου, το γενικό πλαίσιο σχετικά με τη ρητορική και τα εγκλήματα μίσους θεσμοθετείται μέσω του διεθνούς δικαίου και συγκεκριμένα στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, με την οποία ορίζονται οι διάφορες γενικές υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη-μέλη.

Τα κράτη υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν δραστικά μέτρα προς αναθεώρηση οποιασδήποτε πολιτικής και ακύρωση ή τροποποίηση οποιουδήποτε νόμου ή διάταξης που να εμπεριέχει ή να διαιωνίζει φυλετική διάκριση, καθώς επίσης να μην προβαίνουν σε φυλετική διάκριση και να μην ενθαρρύνουν, προστατεύουν ή υποθάλπτουν οποιαδήποτε φυλετική διάκριση.  

Τι ισχύει στην Κύπρο
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, ο μοναδικός σχετικός Νόμος που προστατεύει τα θύματα εγκλημάτων μίσους είναι ο Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος του 2011 (134(I)/2011). Η εισαγωγή του εν λόγω νόμου έγινε αναγκαστικά, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Κύπρου έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, καθώς ενσωματώνει το απολύτως ελάχιστο που επιτάσσει η πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008.

Η πιο πάνω απόφαση, σύμφωνα με τον Δρα. Χατζηγεωργίου, δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις στα κράτη, ως προς την ποινικοποίηση της «ρητορικής μίσους» και των «εγκλημάτων μίσους». Στην Κύπρο, συνεχίζει το άρθρο, υπάρχουν δύο διαφορετικές ρυθμίσεις.

Σε σχέση με τα εγκλήματα μίσους, τα Δικαστήρια λαμβάνουν τα κίνητρα προκατάληψης ως επιβαρυντικούς παράγοντες κατά την επιβολή ποινής (Άρθρο 35Α του Ποινικού Κώδικα).

Ως προς τη ρητορική μίσους, ο κυπριακό νόμος (134(Ι)/2011) ορίζει ποινές που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα διαπραχθέντα αδικήματα, όπως η δημόσια διάδοση ή υποκίνηση βίας ή μίσους κατά συγκεκριμένων ομάδων.

Πέραν από τις πιο πάνω διατάξεις που εντάχθηκαν στο Εθνικό Δίκαιο, ως υποχρέωση έναντι της Απόφασης-Πλαισίου 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008, στον Κυπριακό Ποινικό Κώδικα έχει εισαχθεί διάταξη αναφορικά με την υποκίνηση βίας ή μίσους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου, μέσω του τροποποιητικού Νόμου 87(Ι)/2015 (άρθρο 99Α του Ποινικού Κώδικα).

Ωστόσο, παρόλο που στον Ποινικό Κώδικα εισήχθη η πιο πάνω διάταξη, καθ’ αυτός ο Νόμος τυγχάνει εφαρμογής μόνο σε περιστατικά ξενοφοβίας και ρατσισμού, αν και τα εγκλήματα μίσους δεν περιορίζονται μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις.

Συνεπώς, η ύπαρξη της διάταξης, χωρίς την ίδια ώρα να υπάρχει σχετικός Νόμος, συνεπάγεται απουσία θέσπισης διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται όταν διαπράττεται ένα αδίκημα που εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η αποτελεσματικότητα της διάταξης.

11 χρόνια, (κα)μία καταδίκη
Αλγεινή εντύπωση, εξάλλου, προκαλεί το γεγονός ότι 11 χρόνια μετά από την αργοπορημένη θέσπιση του Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος του 2011 (134(Ι)/2011, έχει υπάρξει μόνο μία σχετική απόφαση. Πρόκειται για τη γνωστή και μη εξαιρετέα περίπτωση λεκτικής επίθεσης κατά της Σβετλάνας από Ελληνοκύπριες σε χώρο στάθμευσης στη Λάρνακα.

Βέβαια, η εν λόγω απόφαση δεν έθεσε το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση. Η ρατσιστική επίθεση αντιμετωπίστηκε ως ένα περιστατικό δημόσιας εξύβρισης, με τις επιβληθείσες ποινές να περιορίζονται σε ευτελή χρηματικά ποσά που καμία διάθεση αποτροπής και παραδειγματισμού είχαν, όπως αναφέρεται και στην έφεση που υπεβλήθη από τον Γενικό Εισαγγελέα στην πρωτόδικη απόφαση και η οποία αναφέρεται στο κείμενο του κ. Χατζηγεωργίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεχίζει η έφεση, αντιμετώπισε τις περιπτώσεις αυτές ως εάν να επρόκειτο για συνηθισμένες περιπτώσεις διάπραξης τέτοιων αδικημάτων σ’ ένα καθημερινό πλαίσιο. Το πρόβλημα δε, δεν περιορίζεται μόνο στην αστοχία του Δικαστηρίου, αλλά «αγγίζει» και την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία παρέλειψε «να παρουσιάσει την υπόθεση στην ορθή και πλήρη νομική της διάσταση».  

Βέβαια, όπως τονίζεται στο άρθρο του Ανδρέα Χατζηγεωργίου, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι παραλείψεις της Κατηγορούσας Αρχής δεν εμπόδιζαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπ’ όψιν τα κίνητρα αυτά. Ως εκ τούτου, συνεχίζει, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιμετωπίσει τα αδικήματα αυτά ως εγκλήματα μίσους, αλλά τα αντιμετώπισε ως απλά αδικήματα, επιβάλλοντας ποινή μόνο για ρητορική μίσους (στη βάση του ν.134(Ι)/2011).

«Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι κανένας ελαφρυντικός παράγοντας δεν αποχρωματίζει το επεισόδιο ως επεισόδιο ρατσιστικού μίσους και έκρινε τις ποινές που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως μη αρμόζουσες στη σοβαρότητα των αδικημάτων».

Σε ποιο βαθμό καθ' αυτή η νομοθεσία είναι περιοριστική;
Πάντως, ο Δρ. Χατζηγεωργίου προτείνει όπως οι κυπριακές αρχές αναζητήσουν περαιτέρω καθοδήγηση για τέτοιας φύσεως αδικήματα στη νομολογία του ΕΔΑΔ, ως συμπλήρωμα στο ανεπαρκές νομοθετικό πλαισίο της Κύπρου. Παράλληλα, τονίζει ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια θα πρέπει να αναλάβουν το βάρος να ερμηνεύσουν, να εφαρμόσουν και να προσαρμόσουν τις αρχές του ΕΔΑΔ στα κυπριακά δεδομένα, εάν και εφόσον οι αστυνομικές και εισαγγελικές Αρχές θέσουν ενώπιον τους σχετικές υποθέσεις.

Το άρθρο κλείνει με μία σημαντική διαπίστωση, την οποία καλό θα ήταν να κρατήσουμε:

«[...] καταληκτικά αναφέρεται πως το (φτωχό) νομοθετικό πλαίσιο, δεν αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην αποτελεσματική καταδίκη ενόχων ρητορικής και εγκλημάτων μίσους, και η (σχεδόν) παντελής έλλειψη κυπριακής νομολογίας, δεν μπορεί παρά να επιρριφθεί σε τελικό βαθμό στις αστυνομικές και εισαγγελικές Αρχές, οι οποίες φαίνεται να απέτυχαν μέχρι σήμερα να φέρουν ενώπιον των Δικαστηρίων σχετικές ποινικές διώξεις».