Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος στον κυπριακό αθλητισμό

Παρασκευή, 6/3/2020 - 17:23
Ανδρέας Θεμιστοκλέους
Στέλεχος Δημοκρατικής Παράταξης (ΔΗΠΑ)

Όπως έχω πλειστάκις δηλώσει, η διαφθορά στον αθλητισμό μπορεί να προέλθει από πολλούς παράγοντες πέραν και επιπλέον της χειραγώγησης αγώνων. Για παράδειγμα, διαφθορά μπορεί να προέλθει από οικονομικής φύσης εγκλήματα, όπως φοροδιαφυγή, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, διπλά ή εικονικά συμβόλαια, από το λεγόμενο ασυμβίβαστο, από τον αθέμητο πλουτισμό των εμπλεκομένων, καθώς και από άλλες μορφές παρανομίας, όπως ντόπινγκ, σεξουαλική παρενόχληση, άσκηση διαφόρων μορφών βίας (ειδικά κατά των ίδιων των αθλητών) κτλ.

Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της Europol και τη διεξαγωγή έρευνας στην Ισπανία, το αποτέλεσμα της οποίας φέρεται να εμπλέκει και τη χώρα μας, γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι ο αθλητισμός μας και ειδικά το ποδόσφαιρο μας πάσχει από πολλαπλές παθογένειες διαφθοράς. Το ενδεχόμενο να έχει χρησιμοποιηθεί η χώρα ή και αθλητικοί οργανισμοί ως μέσο φοροδιαφυγής και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, καθιστά τη βιομηχανία αλλά και το προϊόν του αθλητισμού ευάλωτο σε κατάρρευση, εφόσον η παρείσφρηση εγκληματικών στοιχείων και του υποκόσμου (σε πανευρωπαϊκή ενδεχομένως εμβέλεια) είναι συνεχόμενη και αμείωτη.  

Εξηγώντας τι εννοούμε με τον όρο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για μια διαδικασία διαχείρισης χρημάτων, που προήλθαν από παράνομες δραστηριότητες, με στόχο στο τέλος της διαδικασίας να παρουσιάζονται ως νόμιμα έσοδα από διάφορες άλλες νόμιμες δραστηριότητες. Η διαδικασία αυτή αποτελείται από τρία στάδια, όπως καθορίζει η Υπηρεσία Εγκλήματος και Ναρκωτικών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Πρώτα η τοποθέτηση (placement), όπου τα «βρώμικα» χρήματα μπαίνουν στο υφιστάμενο οικονομικό σύστημα. Δεύτερο στάδιο η επίστρωση (layering), όπου τα «βρώμικα» χρήματα διακινούνται εντός του οικονομικού συστήματος μέσω πληρωμών, μεταφορών κτλ., με στόχο να δυσκολέψει την ανίχνευση του ταξιδιού αλλά και του σημείου εκκίνησης τους. Τρίτο στάδιο η ενσωμάτωση (integration), όπου πλέον τα «βρώμικα» χρήματα αξιοποιούνται για νόμιμες πράξεις οικονομικής φύσεως, όπως αγορές πολυτελών αγαθών (σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη), για οικονομικές επενδύσεις ή για δραστηριότητες επιχειρηματικού χαρακτήρα και άρα εμφανίζονται ως νόμιμα. Η πλέον διαδεδομένη μέθοδος σχετίζεται με την χρήση ρευστού χρήματος, που διακινείται σε μικρά σχετικά ποσά, μέσα από το τραπεζικό σύστημα, επιχειρήσεις εστίασης και λιανικού εμπορίου, καζίνο και στοιχηματικές δραστηριότητες.  

Για να μπορέσει ο αθλητισμός της χώρας μας να ξεφύγει από αυτή τη μάστιγα θα πρέπει να γίνουν ενέργειες απεξάρτησης του από αυτές τις πρακτικές. Η Ενιαία Αθλητική Νομοθεσία, την οποία, ως Συμμαχία Πολιτών, προωθούμε ενεργά, επιβάλλεται να προνοεί διαδικασίες ελέγχου και αδειοδότησης προσώπων και οικονομικών κεφαλαίων. Επιπλέον, επιβάλλεται να προνοεί τη μετατροπή όλων των σωματείων σε αθλητικές εταιρείες δημοσίου συμφέροντος, έτσι ώστε οι κρατικοί και διεθνείς μηχανισμού ελέγχου να μπορούν να ασκούν επαρκή και αποδοτικό έλεγχο. Η διασύνδεση ελέγχου και αδειοδότησης με κρατικές υπηρεσίες διερεύνησης και παρακολούθησης οικονομικών δραστηριοτήτων και οικονομικού εγκλήματος, θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Επιπλέον, ο Ενιαίος Αθλητικός Νόμος θα πρέπει να προνοεί κανονισμούς με συγκεκριμένα μέτρα, που πρέπει να λαμβάνουν οι αθλητικές ομοσπονδίες, συγκεκριμένες και αυστηρές ποινές, καθώς και προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εμπλεκομένων για ευαισθητοποίηση αλλά και αποφυγή παγίδων. Επιβάλλεται η κάθε Ομοσπονδία να αξιοποιήσει εξειδικευμένες υπηρεσίες αντιμετώπισης και ανίχνευσης τέτοιων φαινομένων και να επιμορφωθούν οι αρμόδιοι για τα σημάδια εκείνα που, εάν εμφανιστούν, θα πρέπει να κτυπούν καμπανάκι κινδύνου για ειδικό χειρισμό. Όσο και αν ακούγεται παράλογο σε σχέση με τις πρακτικές του παρελθόντος και ειδικά στον κυπριακό αθλητισμό, οφείλουν οι αθλητικές αρχές να εξετάζουν και τους χορηγούς και τους παράγοντες και τους ατζέντηδες και γενικά να λαμβάνουν στοιχεία για τις οικονομικές δραστηριότητες, την προέλευση και το παρελθόν των συνεργατών τους και των εμπλεκομένων στο κάθε άθλημα, την προέλευση οικονομικών πόρων που δίδονται στις ομοσπονδίες ή τις αθλητικές ομάδες-εταιρείες και ούτω καθεξής.

Η πραγματική πολιτική βούληση, η συνεργασία μεταξύ πολιτικών κομμάτων και αθλητικών φορέων και η δεδομένη πίεση του φίλαθλου κοινού για κάθαρση και απεξάρτηση από τη διαφθορά, πρέπει συμπλεγματικά να αποτελούν την κινητήρια δύναμη για αναδιάρθρωση και προστασία του κυπριακού αθλητισμού. Μέσα από την Ενιαία Αθλητική Νομοθεσία, τη θέσπιση και άμεση λειτουργία Υφυπουργείου Αθλητισμού, αλλά και την κατοχύρωση δομών αποτροπής, παρακολούθησης και εκπαίδευσης, θα μπορούμε να ελπίζουμε σε πρόοδο και αναβάθμιση της βιομηχανίας του αθλητισμού στη χώρα μας.