Έναν κνιζίν βέρικο  κύριε Τερλικκά ...

Πέμπτη, 20/9/2018 - 16:46
Ελένη Πλαβούκου
ΕΛΕΝΗ ΠΛΑΒΟΥΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Όλοι προτιμούμε κάποιο φρούτο περισσότερο από όλα τα άλλα, εγώ το σταφύλι. Και όχι όλα τα σταφύλια. Μου αρέσουν οι παλιές παραδοσιακές ποικιλίες που δεν ευδοκιμούν παντού. Στην Ελλάδα ξεχωρίζω το μαύρο μοσχάτο. Το θεωρούσα μέχρι πρότινος το κορυφαίο, των κορυφαίων. Χρησιμοποιώ παρωχημένο χρόνο, γιατί εδώ στην Κύπρο δοκίμασα τυχαία μια ποικιλία, που έμελλε να πάρει την πρωτοκαθεδρία στην λίστα προτίμησης μου. Μία ποικιλία που ξύπνησε μνήμες παιδικές, όταν το κάθε τι που γευόμασταν είχε βάθος και αποτύπωνε ανεξίτηλα στον νου το άρωμα και την αίσθηση.

Μία Δευτέρα του περασμένου Σεπτέμβρη δοκίμασα τυχαία μια ρώγα από ένα τσαμπί σταφύλι, που είχε φέρει μαζί του από την Κυριακάτικη απόδραση στο σπίτι του πατέρα του στο χωριό, ο καλός συνάδελφος, ο γραφίστας μας, Κωνσταντίνος Τερλικκάς. Ήταν κοντά στο μεσημέρι θυμάμαι και η υποσχόμενη γλυκιά γεύση του σταφυλιού ήταν δελεαστική πρόταση, ως προσφορά.

-Δοκίμασε είναι από το αμπέλι του πατέρα μου βιολογικό, ήταν η πρόταση του.

Η εικόνα του υπέροχη. Μεγάλες ρώγες, βαθυκόκκινες στην μισή πλευρά που θωπεύει ο ήλιος και  με ένα ωραίο “ώριμο” πρασινομπορντό χρώμα  στην άλλη την σκιερή, έδιναν στο τσαμπί όψη σταφυλιού ζωγραφισμένου από χέρια μεγάλου μαέστρου της Αναγέννησης. Ήταν τα χρώματα του τόσο ζωηρά και λαμπερά, που η φαντασία πρόσθετε  αβίαστα τον Βάκχο που το προσφέρει σε κάποιον τυχερό. Δεν ήταν όμως μόνον η εικόνα υπέροχη. Ήταν η γεύση, που με συνεπήρε. Έντονο άρωμα στην μύτη, που έγινε εντονότερο όταν ακούμπησε τους κάλυκες της γεύσης, με μία αίσθηση τραγανότητας στα δόντια. Άγνωστη και γνώριμη μαζί. Το σίγουρο είναι ότι αν και δεν το έχω φάει ως ενήλικας, μου ήταν οικεία αυτή η νέα γευστική εμπειρία. Deja vu σίγουρα, σκέφτηκα και ξαναδοκίμασα μια δεύτερη αλλά και τρίτη ρώγα με κίνδυνο να θεωρηθώ αγενής. Η γεύση τώρα ξεσήκωσε μνήμες. Ήμουν πλέον σίγουρη για την οικειότητα που προκαλούσε και έκπληκτη μαζί. Ήταν η γεύση και το άρωμα που έφερε στην επιφάνεια της μνήμης τα ανέμελα παιδικά μου χρόνια. Θύμιζε έντονα το "ροζακί" ή "ραζακί" που έλεγε ο μπαμπάς μου, τα αγαπημένα μου σταφύλια από το αμπέλι μας, που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι. Ένα αμπέλι με ρίζες Σαββατιανό κυρίως  που κάναμε το κρασί της οικογένειας, με παραδοσιακό πάτημα και όλη την πρέπουσα γιορτή. Μέσα στο Σαβββατιανό είχε όμως και δύο  ρίζες  αρωματικού ροζακί. Μάλλον για έμενα τις είχε φυτέψει ο παππούς μου σκεφτόμουν τότε, αφού η αδελφή μου δεν το έτρωγε. Τον μπαμπά μου που το λάτρευε όπως εγώ, δεν τον υπολόγιζα, εννοείται. Θεωρούσα πως ο παππούς μου΄που δεν γνώρισα αφού είχε φύγει νωρίς, είχε προβλέψει ή ότι  με σκεφτόταν από τα αστέρια. Ωραίες παιδικές, εγωιστικές σκέψεις Όταν ωρίμαζαν τα τσαμπιά του και τα έκοβε λίγα- λίγα ο μπαμπάς μου τα έφερνε στο σπίτι μέσα σε ένα κοφινάκι πάντα,  για να παίρνουν αέρα όπως έλεγε. Τα μύριζα θυμάμαι ακόμα κι αν δεν τα είχα δει. Το σπίτι γέμιζε με το άρωμά του εύγευστου φρούτου και αν και λιγόφαγη τότε, δεν σταματούσα να τα τρώω παρά μόνον όταν μου έπαιρνε τα τσαμπιά από το χέρι η μαμά μου, που σκεφτόταν προφανώς ότι πάλι θα είχα μία δικαιολογία για να μην φάω φαγητό. Αμπέλι όμως είκοσι χιλιόμετρα από το Σύνταγμα στην Αθήνα, δεν είχε μέλλον, δυστυχώς.

Και τώρα αυτό το σταφύλι από το αμπέλι του μπαμπά του συναδέλφου μου, που μάλλον είχε φυτέψει ο δικός του ο παππούς, ζωντάνευε την γεύση που έψαχνα σε όλες τις ποικιλίες που είχα δοκιμάσει ως τώρα. Και έχω φάει σταφύλια σχεδόν από όλες τις ηπείρους. Το ροζακί στην Ελλάδα, η σύγχρονη του ποικιλία, είναι ωραίο στην όψη αλλά όχι τόσο αρωματικό πλέον και δεν είναι τραγανό.

-Βέρικο είναι, μου είπε ο συνάδελφος μου, ποικιλία ντόπια Κυπριακή και πολυαγαπημένη εδώ. Και δική μου πλέον, του είπα αμέσως.

Η παράδοση λέει ότι οφείλει την ονομασία του στον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο όταν περνώντας από την Κύπρο την εποχή της Γ Σταυροφορίας του το πρόσφεραν και αυτός είπε «very good!» και έτσι έγινε από τους Κύπριους της εποχής “βέρικο”. Αλλά είναι κάτι περισσότερο από καλό.

Ήμουν πολύ τυχερή γιατί οι ρώγες από το σταφύλι που έφαγα εγώ ήταν από φροντισμένο αμπέλι ενός μερακλή ανθρώπου που αγαπά την παράδοση σε κάθε μορφή της, από τον μπαμπά του συναδέλφου μου, τον λαϊκό τροβαδούρο της Κύπρου που μεταλαμπαδεύει στις νέες γενιές τα αυθεντικά μουσικά ακούσματα του παραδοσιακού τραγουδιού, τον μεγάλο Μιχάλη Τερλικκά. Γιατί ο Κωνσταντίνος ο γυιός του Μιχάλη επίσης καλλιτέχνης είναι ο καλός μου συνάδελφος, ο γραφίστας μας. Το βέρικό του είχε πραγματικά αυθεντική γεύση. Σταφύλι άλλης εποχής, που διένυσε το ταξίδι του χρόνου αλώβητο με την φροντίδα ενός ανθρώπου που αγαπά την παράδοση και την προστατεύει σε όλες τις μορφές της.  Που αντιστέκεται στο φύτεμα νέων ποικιλιών με σύγχρονες παρεμβάσεις προς χάριν των μεγαλύτερων αποδόσεων.

Εννοείται ότι μετά την “γνωριμία” μου με τη ποικιλία βέρικο δεν επιλέγω καμία άλλη ποικιλία, αν βέβαια υπάρχει λόγω εποχής. Ούτε καν το μοσχάτο που οι υπεραγορές διαθέτουν την ίδια περίοδο. Δίπλα- δίπλα βρίσκονται τις περισσότερες φορές αυτές οι δύο ποικιλίες και σχεδόν ποτέ σε προσφορά, αφού είναι προφανές ότι κρατούν την τιμή τους γιατί έχουν φανατικούς φίλους .

Ο συνάδελφός μου ο Κωνσταντίνος που του “κλέβω” πάντα ρώγες όταν φέρνει σταφύλι μαζί του, μου πρότεινε να μου φέρει βέργες μετά από το κλάδεμα για να τις φυτέψω. Το υποσχέθηκε και το έκανε. Φροντισμένες κληματόβεργες , μουλιασμένες σε νερό  έτοιμες να ριζώσουν. Φροντισμένες κατάλληλα από τον Μιχάλη Τερλικκά . Τις φύτεψα αμέσως και στην Αθήνα και στο χωριό αλλά φεύ. Το βέρικο μάλλον θέλει την κυπριακή γη για να ριζώσει...​